Ένα μοναδικό ψαράκι ζει στα γλυκά νερά της Ρόδου και κατορθώνει να επιβιώνει παρά τις δυσμενείς συνθήκες.
Πρόκειται για το ψάρι «γκιζάνι», η ύπαρξη του οποίου είναι γνωστή εδώ και αρκετές δεκαετίες στους κατοίκους του νησιού και στην επιστημονική κοινότητα, το οποίο ζει στα ρέματα και στις λίμνες του νησιού. Είναι ένα μοναδικό είδος που ανήκει στα προστατευόμενα είδη από την ελληνική και ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Έχει χαρακτηριστεί ως «πρωταθλητής» της επιβίωσης αν και τις προηγούμενες δεκαετίες ο πληθυσμός του ήταν μεγαλύτερος. Αξιοσημείωτο είναι επίσης, ότι δεν έχει εντοπιστεί σε κανένα άλλο νησί της Δωδεκανήσου.
Το ψαράκι με κοινό όνομα «γκιζάνι», είναι ένα ενδημικό είδος της Ρόδου που δεν ξεπερνά τα 10-12 εκατοστά σε ολικό μήκος. Το επιστημονικό του όνομα είναι Squaliusghigii (Pisces, Leuciscidae)(προηγούμενο επιστημονικό όνομα Ladigesocyprisghigii) και πήρε το κοινό, αλλά και το δεύτερο συνθετικό του επιστημονικού του ονόματος, από τον Ιταλό καθηγητή Alessandro Ghigi που το ανακάλυψε πρώτος στο νησί στη διάρκεια επιστημονικής έρευνας, το 1923.
Είναι επίσης γνωστό και με το δεύτερο κοινό του όνομα «Μινιά», το οποίο πιθανόν προέρχεται από την ιταλική λέξη «miniatura». Πληθυσμοί του είχαν καταγραφεί στα ρέματα Λουτάνη, Γαδουρά και Αργυρού, στην περιοχή της Ψίνθου (σύστημα Πελέμονη), μέσα σε μια τεχνητή υδατοδεξαμενή στην Αγία Ελεούσα, στην περιοχή του Ασκληπιείου (ρέμα Κόνταρης), καθώς και στα ρέματα και την τεχνητή λίμνη της Απολακκιάς και στη φράγμα-λίμνη του Γαδουρά.
Σε ερώτηση του ΑΠΕ-ΜΠΕ προς τον Γεράσιμο Κονδυλάτο, ιχθυολόγο (ΤΕ) στον Υδροβιολογικό Σταθμό Ρόδου του Ελληνικού Κέντρου Θαλάσσιων Ερευνών, σχετικά με το πώς το ψαράκι αυτό καταφέρνει να επιβιώνει τόσα χρόνια μας απάντησε ότι:
«Το γκιζάνι χαρακτηρίζεται ως ένας μικρός πρωταθλητής της επιβίωσης, γιατί καταφέρνει να ζει στο εξαιρετικά ασταθές περιβάλλον των ρεμάτων του νησιού, που το χειμώνα μπορεί να πλημμυρίσουν, ενώ το καλοκαίρι ξεραίνονται στο μεγαλύτερο μέρος τους.
Ο κυριότερος εχθρός του είναι η ξηρασία κατά τους καλοκαιρινούς κυρίως μήνες, που επιδεινώνεται από την ταυτόχρονη ανεξέλεγκτη άντληση νερού για αρδευτικούς αλλά και υδρευτικούς σκοπούς, λόγω της ραγδαίας αύξησης του τουρισμού. Κινδυνεύει επίσης, από την υποβάθμιση της ποιότητας των υδάτων που διαβιεί λόγω ρύπανσης των υδάτων των ρεμάτων και υδατοσυλλογών με αστικά και αγροτικά λύματα, από την επικίνδυνη εισαγωγή ξενικών ειδών ψαριών στα υδάτινα συστήματα (π.χ. πεταλούδες, κυπρίνοι), καθώς και από τη μείωση της γενετικής ποικιλότητας του είδους.
Ωστόσο, για να ανταπεξέλθει στις αντίξοες και ασταθείς αυτές συνθήκες έχει αναπτύξει διάφορους τρόπους προσαρμοστικότητας που το καθιστούν εξαιρετικά ανθεκτικό. Αντέχει τόσο στις χαμηλές χειμωνιάτικες θερμοκρασίες του νερού (~10°C), όσο και στις υψηλές του καλοκαιριού (~30°C). Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι τα θηλυκά γεννούν τμηματικά (δηλαδή αποθέτει αυγά πάνω από μια φορά), αυξάνοντας έτσι την πιθανότητα επιβίωσης των απογόνων του, με αποτέλεσμα, συνολικά, να γεννάται μεγάλος αριθμός ψαριών κατά την περίοδο αναπαραγωγής. Η περίοδος αυτή ξεκινά από την άνοιξη και φτάνει πολλές φορές μέχρι και το φθινόπωρο, ανάλογα με τις κλιματικές συνθήκες. Εμφανίζει σύντομο κύκλο ζωής (ζει συνήθως έως και τρία χρόνια) και καθίσταται αναπαραγωγικά έτοιμο κλείνοντας το πρώτο έτος ζωής του. Προτιμά το νερό με μικρή ροή και συνηθίζει να κρύβεται ανάμεσα στη βλάστηση, τις ρίζες των φυτών και τις πέτρες. Επιπλέον, όσο αφορά στη διατροφή του είναι παμφάγο και τρέφεται με ό,τι είναι διαθέσιμο, φύκη, υδρόβια φυτά, ασπόνδυλα και λάρβες εντόμων».
Το γκιζάνι όπως αναφέρει ο κ. Κονδυλάτος, στο ΑΠΕ-ΜΠΕ θεωρείται ένα από τα πιο απειλούμενα με εξαφάνιση είδη ψαριών των γλυκών νερών στην Ευρώπη, δεδομένου ότι τα τελευταία χρόνια ένας από τους πληθυσμούς του έχει ήδη εξαφανιστεί (στη λίμνη των Νάνων), ενώ αυτοί που απομένουν εμφανίζουν τάσεις συνεχούς περιορισμού. Εξάλλου, ο Ιταλός καθηγητής Ghigi συνέλλεξε τα πρώτα δείγματα από το ρέμα των Μύλων, στα Κοσκινού, ρέμα που δεν υπάρχει πια.
Συμπεριλαμβάνεται στο Παράρτημα ΙΙ της Κοινοτικής Οδηγίας για την Προστασία των Βιοτόπων (92/43/EEC), ως είδος προτεραιότητας, καθώς και στο Κόκκινο Βιβλίο Απειλούμενων Ειδών της Ελλάδας, ενώ προστατεύεται από την Ελληνική Νομοθεσία με το Π.Δ. 67/1981.
Όπως τονίζει ο κ. Κονδυλάτος στο ΑΠΕ- ΜΠΕ, το γκιζάνι ζει στη Ρόδο κατά αποκλειστικότητα από τότε που το νησί αποχωρίστηκε από την ακτή της Μικράς Ασίας. Όμως, πρόσφατη μελέτη αναφέρει την ύπαρξή του σε εσωτερικά ύδατα της Αττικής, στο Μεγάλο Ρέμα Ραφήνας. Η παρουσία του εκεί αποτελεί προϊόν απελευθέρωσης από τον άνθρωπο, οπότε για τη νέα του αυτή περιοχή καθίσταται ένα «ξενικό» είδος.
Με την υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Ελληνικό Κέντρο Θαλάσσιων Ερευνών με τον Υδροβιολογικό Σταθμό της Ρόδου, το Ινστιτούτο Θαλάσσιων Βιολογικών Πόρων και Εσωτερικών Υδάτων και το Ινστιτούτο Ωκεανογραφίας, σε συνεργασία με το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης όπως και τους τοπικούς και εθνικούς φορείς, ασχολείται εδώ και πολλά χρόνια με το θέμα της προστασίας του γκιζανιού, συνδυάζοντας τη συστηματική παρακολούθηση της κατάστασης των πληθυσμών του και της ποιότητας των υδροβιοτόπων όπου βιώνει με την πραγματοποίηση έργων προστασίας και επίδειξης καθώς και με εκπαιδευτικές και ενημερωτικές δραστηριότητες.