Έρευνα για την μικροβιολογική ποιότητα ωμού βοείου κρέατος που εισάγεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση από τρίτες χώρες.
Λόγω του αυξανόμενου διεθνούς εμπορίου προϊόντων ζωικής προέλευσης, η παγκόσμια εξάπλωση των τροφιμογενών παθογόνων είναι μια αυξανόμενη ανησυχία και έχει ήδη αποδειχθεί ότι το εισαγόμενο κρέας μπορεί να χρησιμεύσει ως φορέας για παθογόνους μικροοργανισμούς όπως η Salmonella spp., E. coli που παράγει τοξίνες Shiga, και η Listeria ( L. ) monocytogenes. Γι’ αυτό το κρέας που εισάγεται στην ΕΕ πρέπει να πληροί τις ίδιες νομικές απαιτήσεις με τα προϊόντα από τα κράτη μέλη της ΕΕ για τη διασφάλιση των προτύπων υγιεινής των τροφίμων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 852/2004, τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 853/2004 και τα μικροβιολογικά κριτήρια EC) No 2073/2005.
Το 2021, συνολικά 283.729 τόνοι βοείου κρέατος εισήχθησαν στην ΕΕ από τρίτες χώρες, αντιπροσωπεύοντας αύξηση 26 % σε σύγκριση με το έτος 2020. Οι κύριοι προμηθευτές βοείου κρέατος είναι η Βραζιλία (28,8 %), η Ουρουγουάη (28,3 %) και η Αργεντινή (26,7 %).
Πρόσφατα, σε μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Food Control διερευνήθηκε η μικροβιολογική ποιότητα 100 δειγμάτων ακατέργαστου βοείου κρέατος που εισήχθησαν από τρίτες χώρες στην ΕΕ. Τα δείγματα από Βραζιλία (53) Αργεντινή (33), Ουρουγουάη (12) και Παραγουάη (2) εισήχθησαν στη Γερμανία από τον Νοέμβριο του 2021 έως τον Μάιο του 2022 και συλλέχθηκαν στον Συνοριακό Σταθμό Ελέγχου του Λιμανιού του Αμβούργου.
Σε γενικές γραμμές, η μικροβιολογική ανάλυση έδειξε ότι η εμφάνιση των κύριων σχετικών τροφιμογενών παθογόνων στα δείγματα είναι χαμηλή και οι κρίσιμες τιμές της Γερμανικής Εταιρείας Υγιεινής και Μικροβιολογίας (DGHM) δεν ξεπεράστηκαν. Ωστόσο, τα κριτήρια της DGHM για βακτήρια δεικτών υγιεινής, δεν πληρούνταν πλήρως και ένας σημαντικός αριθμός δειγμάτων υπερέβη την κρίσιμη τιμή. Tα εντεροβακτηρίδια ήταν παρόντα στο 83 % των δειγμάτων, εκ των οποίων το 40 % ξεπέρασε την κρίσιμη τιμή, ενώ ανιχνεύθηκε ένας ασυνήθιστος ορότυπος STEC που υποδηλώνει ότι το εισαγόμενο ωμό βοδινό κρέας αποτελεί πιθανή πηγή για τη διάδοση ορότυπων STEC που διαφέρουν από εκείνους που αναφέρονται συνήθως στην ΕΕ. Πιο συγκεκριμένα, οι υψηλές τιμές στις μετρήσεις αερόβιων μεσόφιλων αποικιών (ACC) και οι υπερβάσεις της κρίσιμης τιμής του DGHM για τα Enterobacteriacea e σε σημαντικό αριθμό δειγμάτων προκαλούν ανησυχία, υποδεικνύοντας πιθανές ελλείψεις υγιεινής. Να σημειωθεί ότι το ACC χρησιμοποιείται ως δείκτης των κατάλληλων συνθηκών επεξεργασίας, για τη διατήρηση της ψυχρής αλυσίδας και για την πρόβλεψη της διάρκειας ζωής του ωμού κρέατος
Συνολικά, η εμφάνιση τροφιμογενών παθογόνων στα δείγματα που αναλύθηκαν ήταν χαμηλή, αλλά οι απαιτήσεις της DGHM για το ωμό βόειο κρέας δεν πληρούνταν πλήρως. Τα ευρήματα της μελέτης υπογραμμίζουν τη σημασία της τήρησης των συνθηκών υγιεινής σε όλη την αλυσίδα παραγωγής και μεταφοράς κρέατος, προκειμένου να διασφαλιστεί ένα υγιεινό προϊόν ακόμα και μετά από μεγάλους χρόνους μεταφοράς και αποθήκευσης.
Για να διαβάσετε τη μελέτη πατήστε ΕΔΩ.
Αναφορά: Nicola Rinn, Ann-Sophie Braun, Anja Müller, Katharina Wadepohl, Bettina Gerulat, Franziska Kumm, Min Yue, Corinna Kehrenberg, Microbiological quality of raw beef imported into the European Union from third countries, Food Control, Volume 160, 2024, 110358, ISSN 0956-7135, https://doi.org/10.1016/j.foodcont.2024.110358. (https://www.sciencedirect.com/science/article/pii/S0956713524000756)