Είναι τα sniff test ένας νέος τρόπος να αντιμετωπιστεί η σπατάλη τροφίμων ή θέτει απλά τους καταναλωτές σε έναν πρόσθετο κίνδυνο;
Από τις αρχές του έτους, ορισμένες βρετανικές αλυσίδες, θέλοντας να μειώσουν τη σπατάλη τροφίμων, έχουν προτείνει την χρήση ενός «sniff test» ή στα ελληνικά ενός «τεστ μυρωδιάς». Αυτό συνιστά, οι καταναλωτές να χρησιμοποιούν την οσμή τους για να καταλάβουν αν ένα προϊόν, του οποίου η ημερομηνία «ανάλωση κατά προτίμηση πριν από» (best before) έχει παρέλθει, είναι πράγματι ασφαλές για κατανάλωση.
Στις αλυσίδες που χρησιμοποιούν το sniff τεστ ανήκουν, μεταξύ άλλων η βρετανική αλυσίδα σουπερμάρκετ Morrisons, αλλά και οι Arla (Cravendale), Danone (Actimel, Activia, Oykos, Light & Free), Nestlé (Cookie Crisp, Nesquik, Golden Nuggets, Shredded Wheat, Cheerios) και η PepsiCo (Tropicana, Copella).
Κρίσιμο επιχείρημα για την πρωτοβουλία συνιστά το γεγονός ότι μεγάλη ποσότητα φαγητού σπαταλάται καθημερινά απλώς και μόνο εξαιτίας της σύγχυσης γύρω από τις αναγραφόμενες ημερομηνίες στις ετικέτες. Αυτό σημαίνει, με απλούστερα λόγια, ότι δεν κατανοούν τι ακριβώς συμβολίζει η ημερομηνία best before, η οποία αποτελεί δείκτη ποιότητας και όχι ημερομηνία λήξης.
Αλλά μεταξύ ορισμένων ειδικών υγείας έχει τεθεί μαζί με αυτό το νέο τεστ και το ζήτημα της ασφάλειας των καταναλωτών. Πόσο αξιόπιστα και πόσο ασφαλή είναι τα λεγόμενα sniff tests;
Στην πραγματικότητα, sniff tests υπάρχουν σχεδόν από την απαρχή της σχέσης του ανθρώπου με την τροφή. Τι εννοούμε με αυτό; Ότι ο άνθρωπος ανέκαθεν χρησιμοποιούσε τις αισθήσεις του για να καταλάβει αν κάτι είναι ασφαλές για κατανάλωση, καθότι από τη μυρωδιά του, για παράδειγμα αν μια ασυνήθιστη οξύτητα «χτύπαγε» τη μύτη του, τότε καταλάβαινε πως θα έπρεπε να μείνει μακριά από το επικίνδυνο τρόφιμο.
Αλλά σήμερα, που έχουμε πολύ πιο εξελιγμένα εργαλεία για να μετρήσουμε την ποιότητα και την ασφάλεια των τροφίμων, ξέρουμε πως οι αισθήσεις μας δεν αρκούν για να κατανοήσουμε όλους τους πιθανούς κινδύνους ενός τροφίμου, καθώς οι παθογόνοι μικροοργανισμοί ξέρουν να «κρύβονται» καλύτερα από ότι νομίζουμε μερικές φορές.
Άρθρο του Mathew Gilmoure, μικροβιολόγου στο Food Safety Research Network, στο Ινστιτούτο Quadram, εκφράζει κι αυτός τις αμφιβολίες του για την αποτελεσματικότητα των sniff test. «Είναι σίγουρα αλήθεια ότι ορισμένα μικρόβια δημιουργούν οσμές όταν αναπτύσσονται. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η μυρωδιά της μαγιάς σε φρεσκοτριμμένο ή ψημένο ψωμί, που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την αποστροφή που έχουμε όλοι για τα αέρια παρασκευάσματα που δημιουργούνται από τα μικρόβια, που έχουν τη μορφή μετεωρισμού ή κακής αναπνοής. Αυτά τα αέρια προκύπτουν όταν οι πληθυσμοί μικροβίων αυξάνονται και γίνονται άφθονοι – όταν ο μεταβολισμός κάθε μικροβιακού κατοίκου μετατρέπει τον άνθρακα και άλλα στοιχεία σε πηγές ενέργειας ή δομικά στοιχεία για τη δική του κυτταρική δομή. Ωστόσο, τα μικρόβια που συνδέονται συχνότερα με τροφιμογενείς ασθένειες, όπως η Listeria και η Salmonella , είναι σχεδόν αδύνατο να εντοπιστούν με το sniff τεστ», γράφει σε άρθρο του στον ιστότοπο The Conversation.
«Ακόμα κι αν υπάρχουν βακτήρια και ο κίνδυνος είναι σχετικά χαμηλός, αυτά θα υπήρχαν πιθανώς σε τόσο μικρή ποσότητα στο φαγητό που οποιαδήποτε μεταβολική δράση (και στη συνέχεια παραγωγή οσμής) θα ήταν εντελώς ανεπαίσθητη στη μύτη μας», συνεχίζει.
Φυσικά και το χαλασμένο φαγητό μπορεί να μυρίζει και σε μερικά τρόφιμα, όπως φρούτα ή γάλα η αλλοίωση γίνεται και αρκετά αισθητή. Αλλά για τρόφιμα, όπως ο καπνιστός σολομός ή κάποιες τροφές που έχουν υποστεί ζύμωση, καμία φορά η μύτη μας δεν αρκεί. Πολλές φορές άλλωστε αρκεί και μια μικρή ποσότητα μόλυνσης για να γίνει η «ζημιά».