Η νέα φορολογία 20% στις εισαγωγές κρασιού απειλεί τους Ευρωπαίους οινοπαραγωγούς με απώλειες εκατομμυρίων ευρώ.
Η απόφαση των ΗΠΑ να επιβάλουν δασμό 20% στις εισαγωγές κρασιού από την Ευρωπαϊκή Ένωση φέρνει έντονη αναστάτωση στον αμπελοοινικό κλάδο. Οι Ευρωπαίοι παραγωγοί, που εξάγουν το 28% των κρασιών τους στις ΗΠΑ, καλούνται τώρα να επανεκτιμήσουν τις στρατηγικές τους, καθώς η αμερικανική αγορά γίνεται ολοένα και πιο δύσβατη.
Ο Ignacio Sánchez-Recarte, γενικός γραμματέας του Comité Européen des Entreprises Vins (CEEV), προειδοποιεί ότι οι παραγωγοί θα βρεθούν σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση. «Δεν υπάρχει άλλη αγορά που να μπορεί να απορροφήσει άμεσα τις ποσότητες που στέλναμε στις ΗΠΑ, οπότε θα υπάρξει αναστάτωση σε κάθε περίπτωση», τόνισε.

Η επιβολή του νέου δασμού έρχεται σε μια περίοδο όπου οι εμπορικές σχέσεις ΕΕ-ΗΠΑ είναι τεταμένες. Από τον περασμένο μήνα, η εμπορική ένταση έχει οδηγήσει σε μείωση των εισαγωγών κρασιού στις ΗΠΑ, καθώς οι εισαγωγείς αποφεύγουν να προχωρήσουν σε νέες παραγγελίες υπό τον φόβο πρόσθετων επιβαρύνσεων. Ενδεικτικά, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε ήδη απειλήσει με αντίμετρα, γεγονός που ώθησε τον πρώην πρόεδρο Τραμπ να απειλήσει με ακόμα πιο αυστηρούς δασμούς ύψους 200% στις εισαγωγές αλκοολούχων ποτών από την ΕΕ.
Ο Sánchez-Recarte σημείωσε ότι η αβεβαιότητα αυτή κοστίζει ακριβά στον κλάδο. «Χάνουμε 100 εκατομμύρια ευρώ την εβδομάδα εξαιτίας της ανακοίνωσης», ανέφερε, υπογραμμίζοντας ότι το νέο δασμολόγιο απλώς επιδεινώνει μια ήδη δύσκολη κατάσταση.
Οι χώρες που αναμένεται να επηρεαστούν περισσότερο από το νέο δασμό είναι η Γαλλία και η Ιταλία, καθώς είναι οι μεγαλύτεροι εξαγωγείς κρασιού στις ΗΠΑ. Ακολουθούν η Ισπανία, η Γερμανία και η Πορτογαλία, που επίσης θα δουν σημαντικές απώλειες.
Πρόσφατα η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ursula von der Leyen ανακοίνωσε ότι η Ένωση ετοιμάζει αντίμετρα, τα οποία ενδέχεται να επηρεάσουν προϊόντα όπως το αμερικανικό Bourbon, το κρέας, τα γαλακτοκομικά και άλλα αλκοολούχα ποτά.
Με φόντο το αβέβαιο μέλλον στις ΗΠΑ, πολλοί οινοπαραγωγοί στρέφουν το ενδιαφέρον τους σε άλλες αγορές. Ήδη, δίνεται έμφαση στις εξαγωγές προς το Μεξικό, τον Καναδά, την Ιαπωνία και την Κίνα, σε μια προσπάθεια διαφοροποίησης των πωλήσεων. Ωστόσο, όπως σημειώνουν οι ειδικοί, καμία από αυτές τις αγορές δεν μπορεί να αντικαταστήσει άμεσα τη ζήτηση των ΗΠΑ.
«Το ζήτημα δεν είναι μόνο η επιβολή του δασμού. Το πρόβλημα είναι ότι μπορεί να εκδιωχθούμε από την αγορά λόγω τιμής», εξηγεί ο Sánchez-Recarte, αναφερόμενος στη δυσκολία διατήρησης ανταγωνιστικών τιμών στις ΗΠΑ.