Ο γενετικός έλεγχος ως μέρος της συμβουλευτικής διατροφής δε θα πρέπει να μας φαίνεται μακρινή πραγματικότητα για την επίτευξη μιας ολοκληρωμένης διατροφικής προσέγγισης. Η Nutrigenomics ή Διατροφική Γονιδιωματική έχει τις ρίζες της σε πολύ παλιές επιστημονικές διαπιστώσεις και πλέον δείχνει να είναι το μέλλον της διατροφής.
Η διατροφή είναι πλέον κάτι πλήρως εξατομικευμένο, και η “τέλεια διατροφή” για όλους δεν υπάρχει, δεδομένου ότι οι διατροφικές ανάγκες είναι διαφορετικές σε κάθε οργανισμό. Έχει αποδειχθεί πως μια φαινομενικά “τέλεια” δίαιτα, σε κάποιον λειτουργεί, ενώ σε κάποιον άλλον όχι, κάτι το οποίο έχει να κάνει με τη γενετική μας.
Ένα νέο, πολλά υποσχόμενο και συναρπαστικό ερευνητικό πεδίο, η Nutrigenomics, χρησιμοποιεί γενετικές δοκιμές για να καθορίσει την αλληλεπίδραση μεταξύ γονιδίων, διατροφής και υγείας. Αυτές οι πληροφορίες χρησιμοποιούνται για να βοηθήσουν στον εντοπισμό της ιδανικής διατροφής για κάθε άτομο. Είναι δηλαδή η μελέτη της επίδρασης των θρεπτικών συστατικών (είτε από τρόφιμα είτε από συμπληρώματα) στη γονιδιακή έκφραση.
Σύμφωνα με τον γενετιστή Jan Lim, η Nutrigenomics ή Nutrigenetics, περιλαμβάνει τόσο τη μελέτη του τρόπου με τον οποίο ολόκληρο το σώμα ανταποκρίνεται σε μικροθρεπτικά και μακροθρεπτικά συστατικά, όσο και τη σχέση μεταξύ μεμονωμένων γονιδίων και μεμονωμένων αλληλεπιδράσεων γονιδίων και ενώσεων τροφίμων.
Μπορεί να φαίνεται ως κάτι πολύ φρέσκο, όμως η επιστήμη της γενετικής διατροφής έχει τις ρίζες της αρκετά παλαιότερα. Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 20ού αιώνα, ο Βρετανός γιατρός Archibald Garrod δημιούργησε μια σύνδεση μεταξύ της διατροφής, της γενετικής, και του φαινότυπου. Το Πρόγραμμα Ανθρώπινου Γονιδιώματος της δεκαετίας του 1990, το οποίο χαρτογράφησε το ανθρώπινο DNA, άνοιξε το δρόμο για τη σύγχρονη εποχή της nutrigenomics. Από τότε, εκατοντάδες μελέτες έχουν εξετάσει την αλληλεπίδραση μεταξύ των γονιδίων στην αντίδραση του σώματος και τη διατροφή.
Συνεπώς, καταλαβαίνουμε πως είναι γνωστό από τα αρχαία χρόνια, ότι η διατροφή επηρεάζει την υγεία. Η nutrigenomics περιλαμβάνει γνωστές αλληλεπιδράσεις μεταξύ των τροφίμων και των κληρονομικών γονιδίων, που ονομάζονται «εγγενή σφάλματα του μεταβολισμού», τα οποία έχουν αντιμετωπιστεί από καιρό με το χειρισμό της διατροφής. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η Φαινυλκετονουρία (PKU)· προκαλείται από μια αλλαγή (μετάλλαξη) σε ένα μόνο γονίδιο. Τα προσβεβλημένα άτομα πρέπει να αποφεύγουν τα τρόφιμα που περιέχουν το αμινοξύ φαινυλαλανίνη.
Ένα άλλο παράδειγμα είναι η δυσανεξία στη λακτόζη, πράγμα που σημαίνει ότι δεν μπορούν να αφομοιώσουν τα γαλακτοκομικά προϊόντα, επειδή η κωδικοποίηση των γονιδίων της λακτάσης (το ένζυμο που διασπά τη λακτόζη) συνήθως “σβήνεται” μετά τον απογαλακτικό. Το Πρόγραμμα Ανθρώπινου Γονιδιώματος της δεκαετίας του 1990, στο οποίο πραγματοποιήθηκε αλληλουχία ολόκληρου του DNA στο ανθρώπινο γονιδίωμα, ξεκίνησε την επιστήμη της nutrigenomics. Μέχρι το 2007 οι επιστήμονες ανακάλυπταν πολυάριθμους συσχετισμούς μεταξύ γονιδίων, διατροφής και ασθενειών.
Η Nutrigenomics φέρνει μαζί της νέα ορολογία, νέες πειραματικές τεχνικές και μια θεμελιωδώς νέα προσέγγιση στην έρευνα για τη διατροφή, όπως οι τεχνολογίες υψηλής απόδοσης που επιτρέπουν την παγκόσμια μελέτη της γονιδιακής έκφρασης σε ένα κύτταρο ή οργανισμό.
Η νέα αυτή μέθοδος, θα απαιτούσε μια συλλογική προσπάθεια από τους ανθρώπους της γενετικής και των βιομηχανιών της δημόσιας υγείας, της επιστήμης των τροφίμων και της μαγειρικής. Μια αλλαγή στη δημόσια υγεία είναι πολύ απαραίτητη και με την αυξανόμενη συχνότητα εμφάνισης παχυσαρκίας και χρόνιων ασθενειών όπως ο διαβήτης τύπου 2, η nutrigenomics μπορεί να αποδειχθεί “πανάκεια” στο μέλλον.
Πλέον, οι διαιτολόγοι και οι γιατροί μπορούν να χρησιμοποιούν γενετικές δοκιμές για να αξιολογήσουν τις διατροφικές ανάγκες των ασθενών και να θέσουν προσαρμοσμένους στόχους υγείας.
Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της nutrigenomics
Ο γενετικός έλεγχος ως μέρος της συμβουλευτικής διατροφής δε θα πρέπει να μας φαίνεται μακρινή πραγματικότητα για την επίτευξη μιας ολοκληρωμένης διατροφικής προσέγγισης.
Η nutrigenomics μπορεί να ρίξει φως σε θέματα που ένα απλό ιστορικό υγείας δεν μπορεί. Αυτό περιλαμβάνει τα πάντα, από μια προδιάθεση για καρδιακές παθήσεις έως το γιατί δεν χάνετε βάρος όταν έχετε δοκιμάσει τα πάντα.
Εξετάζοντας το γενετικό προφίλ ενός ανθρώπου, ένας επαγγελματίας μπορεί να είναι σε θέση να τον συμβουλεύσει σχετικά με ορισμένα διατροφικά πρότυπα που θα λειτουργήσουν ή δεν θα λειτουργήσουν καλά για τον ίδιο και μπορεί να αποκαλύψει τις ατομικές καλύτερες πηγές, τόσο των μακροθρεπτικών, όσο και των μικροθρεπτικών συστατικών.
Επίσης, σε μια εξέταση Nutrigenomics μπορεί να αποκαλυφθούν και οι προδιαθέσεις προς ορισμένες ασθένειες, όπως οι καδριακές παθήσεις, ο καρκίνος, ο διαβήτης, η παχυσαρκία και η ψυχική υγεία, που στο σύνολό τους έχουν συνδεθεί με γενετικές εκφράσεις και όλα έχουν στρατηγικές διατροφικής πρόληψης. Με αυτές τις πληροφορίες, οι προληπτικές επιλογές μπορούν να μετριάσουν τον κίνδυνο μέσω της διατροφής.
Οι ειδικοί αναφέρουν πως η συμβουλευτική διατροφής με τη χρήση nutrigenomics είναι εκπληκτικά ανώδυνη. Μόλις τα αποτελέσματα ορισμένων απλών εξετάσεών είναι έτοιμα, ο διαιτολόγος θα τα αξιολογήσει για να αναπτύξει ένα σχέδιο δράσης για το φαγητό.
Αν και έχει διεξαχθεί εκτεταμένη έρευνα σχετικά με τη σύνδεση μεταξύ γενετικής, διατροφής και υγείας, η επιστήμη της nutrigenomics εξακολουθεί να αναδύεται, είναι πολύ φρέσκια και όχι πολύ διαδεδομένη ακόμα.
Επίσης, η nutrigenomics δεν θα λύσει κάθε γρίφο στη διατροφή ενός ανθρώπου, καθώς τα γονίδια είναι μόνο ένας από τους πολλούς παράγοντες που επηρεάζουν την υγεία και τις ιδανικές διατροφικές επιλογές. Στη δημιουργία πλήρους εικόνας για τον ασθενή, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ο τρόπος ζωής, το ιστορικό υγείας, η κατάσταση της υγείας, οι προσωπικές προτιμήσεις, η πολιτιστική ταυτότητα, η προθυμία του ασθενούς να αλλάξει και οι δικοί του στόχοι για την υγεία.
Η διαθεσιμότητα των γενετικών δοκιμών απευθείας στον καταναλωτή για λόγους διατροφής, αν και μπορεί να φαίνεται συναρπαστική και βολική, είναι ένα άλλο πιθανό μειονέκτημα, δηλαδή το ότι δεν ερμηνεύονται από εξειδικευμένο κλινικό ιατρό. Οι εξειδικευμένοι επαγγελματίες χρησιμοποιούν μια διαφορετική προσέγγιση και για την καλύτερη κατανόηση της σχέσης μεταξύ του γονιδιώματος και της διατροφής, είναι πάντα πιο ορθό να αναζητείται η συμβουλή ενός επαγγελματία υγείας που ειδικεύεται στη γενετική διατροφής.
Η αντιμετώπιση του χάσματος γνώσης της γενετικής και της διατροφικής γονιδιωματικής θα συμβάλει στην εξάλειψη των κοινωνικών ζητημάτων, στη δημιουργία μεγαλύτερης ευαισθητοποίησης και εμπιστοσύνης μεταξύ του κοινού. Οι ανησυχίες του κοινού σχετικά με τη nutrigenomics σχετίζονται με την επιστήμη και τη βιομηχανία τροφίμων. Οι φόβοι του παρελθόντος και του παρόντος για τα τρόφιμα, όπως οι γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί, καταδεικνύουν τη σημασία της αντιμετώπισης των ανησυχιών του κοινού αργά ή γρήγορα.
Η είσοδος εξατομικευμένων τροφίμων nutrigenomics στις παγκόσμιες αγορές τροφίμων εξαρτάται από πολλά εμπόδια, που όπως λένε οι ειδικοί, ξεπερνιούνται. Ορισμένα επιστημονικού χαρακτήρα, μερικά τεχνικά και άλλα που σχετίζονται με καταναλωτικά, εμπορικά ή ακόμα και ηθικά ζητήματα. Η νομοθετική ρύθμιση είναι απαραίτητη, τόσο για τη διασφάλιση της υπεύθυνης χρήσης της έρευνας όσο και για τη διασφάλιση της εμπιστοσύνης του κοινού ως προς την αξιοπιστία των προϊόντων αυτών.
Ως μέρος μιας ολοκληρωμένης διατροφικής φιλοσοφίας που εξετάζει ολόκληρο το άτομο, η nutrigenomics θα μπορούσε να βοηθήσει τους ανθρώπους να ξεπεράσουν τα εμπόδια στην υγεία που άλλες προσεγγίσεις δεν μπορούν.