Το Ελληνικό κλίμα και χώμα έδωσαν και δίνουν έναν από τους πιο αγαπημένους ξηρούς καρπούς στο κόσμο.
Το φιστίκι έφτασε στην Αίγινα μόλις πριν από έναν αιώνα αλλά βρήκε στο νησί του Σαρωνικού το ιδανικό περιβάλλον για να ριζώσει.
Και όπως φαίνεται είναι ένας καρπός που αγαπούν και πέρα από τα σύνορα της χώρας. «Μακράν το πιο γνωστό ελληνικό φιστίκι», χαρακτηρίζει το Taste Atlas το αιγηνίτικο φιστίκι που πήρε την πρώτη θέση στην έρευνα με μέσο όρο 4,8 στα 5.
Ο ελληνικός καρπός έχει την πρωτιά στους καρπούς όλου του κόσμου, ξεπερνώντας τα τουρκικά φιστίκια από το Γκαζιαντέπ, τα ιταλικά από την Κατάνια, τους καρπούς μακαντάμια, αμύγδαλα και κάστανα από όλο τον κόσμο.
Ο καλός καιρός και η σύσταση του εδάφους δίνουν στα φιστίκια από την Αίγινα «ένα αναγνωρίσιμο άρωμα και γεύση για τα οποία θεωρούνται από τα καλύτερα στον κόσμο».
Ο αγροτικός συνεταιρισμός στην Αίγινα μετρά σχεδόν οκτώ δεκαετίες ζωής. Ιδρύθηκε το 1947 και σήμερα έχει 360 μέλη, τα περισσότερα από τα οποία είναι στην καλλιέργεια φιστικιού.
Από τη δεκαετία του ‘70 οι φιστικοπαραγωγοί αρχίζουν να συνεργάζονται πιο στενά για την προστασία του καρπού που πλέον είχε πανελλήνια φήμη για την ποιότητα και τη γεύση του. Την επόμενη δεκαετία το δίκτυο των πωλήσεων επεκτάθηκε σε όλη την Ελλάδα και την Κύπρο, ενώ έγιναν οι πρώτες επενδύσεις στην τυποποίηση.
Οι παραγωγοί πέτυχαν το 1993 την ένταξη του φιστικιού Αιγίνης στα προϊόντα Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ), μία σημαντική κίνηση που κατοχυρώνει το προϊόν τους και σε διεθνές επίπεδο.
Πιο πρόσφατα, το 2023, ο «πολιτισμός του Φιστικιού Αιγίνης» καταχωρίστηκε στο ευρετήριο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO, μια αναγνώριση του πώς η καλλιέργεια του καρπού είναι πια τόσο σημαντική για τη συλλογική μνήμη και τη σύγχρονη ταυτότητα της Αίγινας.
Ωστόσο, η κλιματική αλλαγή, όπως και οι ανθρώπινες δραστηριότητες, απειλούν τις καλλιέργειες. Οι ήπιοι χειμώνες των τελευταίων ετών δεν δίνουν στη φιστικά της Αίγινας τη δυνατότητα να δώσει τον καρπό της. Οι παραγωγοί μιλούν για μείωση της παραγωγής που είχε φτάσει ως το 80%. Πάντως, ένα μικρό μέρος της παραγωγής του νησιού, περίπου 30 στους 100 τόνους φέρει την πιστοποίηση ΠΟΠ – το υπόλοιπο αναφέρεται ως κελυφωτό.
Πηγή: Πρώτο Θέμα