Μια Ελληνοκύπρια θέλει μέσω ενός βιβλίου να αλλάξουν τα στερεότυπα που συνοδεύουν το Ελληνικό φαγητό στο εξωτερικό.
Για την Ελληνοκύπρια Τζορτζίνα Χέιντεν, η οποία ζει μόνιμα στο Λονδίνο, το Ελληνικό φαγητό έχει πολύ μεγαλύτερη ποικιλία σε σύγκριση με άλλες Ευρωπαϊκές κουζίνες.
Όπως δήλωσε στην Independent «Για πολύ καιρό, το Ελληνικό φαγητό θεωρούνταν απλώς κεμπάπ, δηλαδή κρέας σε ξυλάκια, το οποίο είναι νόστιμο, αγαπάμε το κεμπάπ, μην με παρεξηγήσετε. Αλλά την ίδια στιγμή, μόνο αυτό ήταν. Αρκετά λιπαρό, βρώμικο φαγητό. Το σκέφτηκα πολύ, γιατί το Ιταλικό φαγητό είναι αναβαθμισμένο. Μπορεί να είναι πολύ καθημερινό, αλλά έχεις πολύ φανταχτερά Ιταλικά εστιατόρια που το υποστηρίζουν…»
Ο 41χρονη Χέιντεν υποστηρίζει ότι η Ελλάδα συνδέθηκε στο παρελθόν με τις οικονομικές διακοπές και ενώ οι τοποθεσίες μπορεί να ήταν όμορφες, τα μαγαζιά και τα καταλύματα δεν το αντανακλούσαν απαραίτητα αυτό, και αυτή η φήμη μεταφέρθηκε και στο φαγητό.
Αλλά τώρα, συμβαίνει κάτι σαν αλλαγή. «Τα Ελληνικά φαγητά έχουν μια πραγματική ευκαιρία διάκρισης», προσθέτει η Χέιντεν, ο οποία συνεργάστηκε με τον διάσημο σεφ Τζέιμι Όλιβερ για πάνω από μια δεκαετία.
«Βλέπουμε σίγουρα μια αναβάθμιση – και πάλι, δεν είναι ότι χρειάζομαι ή θέλω το φαγητό να είναι σικ ή φανταχτερό. Απλώς έχουμε ένα μεγάλο φάσμα επιλογών. Αν θέλετε να έχετε ακριβό Ελληνικό φαγητό, τώρα μπορείτε. Αν επιθυμείτε να φάτε φθηνότερα, πάλι μπορείτε».
Ενώ δέχεται ότι η ελληνική κουζίνα είναι συνδεδεμένη με τα ψητά και το κρέας, συμπληρώνει: «Δεν είναι μόνο αυτό… Αγαπάμε πολλά όσπρια, λαχανικά και σαλάτες. Στην πραγματικότητα, τολμώ να πω, αν είσαι χορτοφάγος, θα εκπλαγείς αν πας στην Ελλάδα, καθώς θα βρεις τεράστια ποικιλία τροφίμων που μπορείς να φας».
Πως προέκυψε το «Greeklish»;
Στο νέο της βιβλίο της Χέιντεν «Greeklish», «Περιλαμβάνονται Ελληνικές συνταγές, αλλά με δικές μου παραλλαγές. Οπότε υπάρχει ένα ‘ish’ σε αυτές. Κανείς δεν μπορεί να διαφωνήσει ότι μπορεί να μην είναι όπως τα φτιάχνει η γιαγιά μου ή η μαμά μου. Από εκεί άλλωστε προέρχεται το ‘ish’», σύμφωνα με εκείνη.
Επιπλέον, το βιβλίο είναι αφιερωμένο στις δύο κόρες της, την Περσεφόνη, έξι ετών, και την Ηλέκτρα, τριών ετών. «Είναι… Ελληνικές, είναι μισές εγώ – Ελληνοκύπριες – και μισές ο μπαμπάς τους, που είναι Αγγλο-Ιρλανδός. Είναι αυτή η δεύτερη γενιά, το συνονθύλευμα πολιτισμών που νομίζω ότι βλέπουμε τώρα μέσα από πολλούς συγγραφείς για το φαγητό, αλλά σίγουρα και από τον τρόπο που μαγειρεύω και ζω τη ζωή μου. Όλα γίνονται ένα ωραίο αμάλγαμα διαφορετικών κουζινών και πολιτισμών».
Λίγα πιάτα συνοψίζουν το ήθος της Χέιντεν καλύτερα από την τυρόπιτα μπακλαβά. «Ο κόσμος γνωρίζει τον μπακλαβά, γνωρίζει το cheesecake, αλλά εμείς βάζουμε τα δύο μαζί», εξηγεί. «Ξέρω ότι υπάρχουν παραλλαγές εκεί έξω και δεν είμαι η πρώτη που το φτιάχνει, αλλά η δική μου εκδοχή είναι λίγο διαφορετική, υπάρχει ένα ολόκληρο πακέτο φέτα στη γέμιση, η οποία δίνει αυτή την πραγματικά υπέροχη, αλμυρή-γλυκιά γεύση».
Όταν η Χέιντεν σέρβιρε αυτό το cheesecake στην 83χρονη γιαγιά της, πήρε τα καλύτερα δυνατά σχόλια.
«Το έκοψα σε φέτες, της έδωσα την πρώτη φέτα και την κοίταξε πολύ προσεκτικά… Με κοίταξε και κούνησε το κεφάλι της, πράγμα που σημαίνει ότι δεν είχε ένα κακό πράγμα να μου πει και αυτό είναι πολύ σπάνιο φαινόμενο», θυμάται η Χέιντεν .
Η κυκλοφορία του βιβλίου
Επειδή δεν βασίζεται σε παραδοσιακά πιάτα, η Χέιντεν είναι λίγο νευρική για την κυκλοφορία αυτού του βιβλίου μαγειρικής στην αγορά.
«Το να στηρίζεσαι στην παράδοση ή σε υπάρχουσες συνταγές, μπορεί να κάνει τη ζωή σου πιο εύκολη, για να είμαι ειλικρινής, επειδή αναφέρεσαι σε πράγματα που έχεις διαβάσει ή μάθει αλλού. Το βιβλίο αυτό είμαι εγώ… σε όλη μου τη δόξα εκεί έξω, περιμένοντας τις αρνητικές κριτικές. Είναι σαν να μην έχω τίποτα να κρύψω, πράγμα που είναι τρομακτικό αλλά και πραγματικά συναρπαστικό».
Μπορείτε να βρείτε το «Greeklish» και σε Ελληνικά βιβλιοπωλεία.