Η Ιταλία είναι η τρίτη μεγαλύτερη χώρα παραγωγής επεξεργασμένης τομάτας στον κόσμο, με παραγωγή 5,16 εκατομμυρίων τόνων το 2020, μετά τις ΗΠΑ (10,14 εκατομμύρια τόνους) και την Κίνα (5,8 εκατομμύρια τόνους). Η ιταλική παραγωγή μεταποιημένων προϊόντων τομάτας αντιπροσωπεύει περίπου το 13,6% της παγκόσμιας παραγωγής και το 49% της ευρωπαϊκής παραγωγής, με μέγεθος αγοράς περίπου 3,1 δισ ευρώ.
Αν και οι Ιταλοί καταγράφουν ένα από τα υψηλότερα κατά κεφαλήν ποσοστά κατανάλωσης επεξεργασμένων προϊόντων ντομάτας, η εθνική κατανάλωση έχει σημειώσει προοδευτική μείωση τα τελευταία 20 χρόνια. Η μείωση της κατανάλωσης οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο ότι οι καταναλωτές έχουν λιγότερο διαθέσιμο χρόνο για να μαγειρέψουν και να ετοιμάσουν γεύματα στο σπίτι.
Επιπλέον, οι κατασκευαστές αντιμετωπίζουν εμπόδια στην αύξηση των περιθωρίων κέρδους τους, δεδομένου ότι η αγορά μεταποιημένης τομάτας χαρακτηρίζεται κυρίως από ανταγωνισμό στην τιμή μεταξύ παραγωγών και λιανοπωλητών. Πράγματι, οι έμποροι λιανικής ανταγωνίζονται για να κερδίσουν τους καταναλωτές προσφέροντας προϊόντα σε χαμηλότερες τιμές. Ομοίως, ως μέσο για την αύξηση του μεριδίου αγοράς, οι κατασκευαστές και οι έμποροι λιανικής εστιάζουν κυρίως στη συρρίκνωση της τιμής των προϊόντων μειώνοντας το κόστος παραγωγής, καθώς και πουλώντας εμπορικά σήματα λιανικής (ιδιωτικές ετικέτες) σε χαμηλότερη τιμή σε σύγκριση με ανάλογα επώνυμα προϊόντα. Εκτός αυτού, οι εταιρείες ανταγωνίζονται σκληρά στην τιμολόγηση σε ξένες αγορές όπου εξάγουν τα προϊόντα τους.
Προσπαθώντας να βοηθήσουν τους παραγωγούς επεξεργασμένων προϊόντων ντομάτας επιστήμονες των Ιταλικών πανεπιστημίων του Μπάρι και της Φότζια μελέτησαν τις τιμές σε σχέση με διάφορα χαρακτηριστικά σε επεξεργασμένα προϊόντα ντομάτας στην αγορά.
Προτείνουν λοιπόν ότι μια στρατηγική διαφοροποίησης μπορεί να είναι μια κερδοφόρα στρατηγική για την προσθήκη αξίας στο προϊόν καθώς διαπιστώθηκε ότι η προστατευόμενη ονομασία προέλευσης, η βιολογική πιστοποίηση και το άρωμα, καθώς και η ένδειξη της ποικιλίας τομάτας, είναι τα πιο πολύτιμα χαρακτηριστικά των επεξεργασμένων προϊόντων ντομάτας που πωλούνται στην ιταλική αγορά. Αυτό σημαίνει ότι οι στρατηγικές διαφοροποίησης προϊόντων που θα μπορούσαν να προταθούν στους παραγωγούς ως οι πιο αποτελεσματικές είναι αυτές που στοχεύουν στην ενίσχυση του εδαφικού δεσμού του προϊόντος, της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας της παραγωγικής διαδικασίας και των οργανοληπτικών χαρακτηριστικών του προϊόντος, καθώς και της ευκολίας του.
Επιπλέον, σύμφωνα με προηγούμενες έρευνες, τα ευρήματά επισημαίνουν ότι η αγορά προτιμά το προϊόν σε γυάλινη συσκευασία και με ιδιαίτερα αισθητηριακά χαρακτηριστικά.
Πιο αναλυτικά, από τη μελέτη, το χαρακτηριστικό προϊόντος με το υψηλότερο premium τιμής είναι η πρώτη ύλη που φέρει ετικέτα Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ). Έτσι, οι παραγωγοί και οι αγρότες μπορούν να αυξήσουν τα έσοδά τους χρησιμοποιώντας πιστοποιημένες ντομάτες ως πρώτη ύλη, καθώς και αναφέροντας την ιταλική (ή ακόμα και την περιφερειακή) προέλευση της πρώτης ύλης στην ετικέτα. Η τελευταία στρατηγική διαφοροποίησης θα ήταν πολύ χρήσιμη για τους αγρότες και τους παραγωγούς με περιορισμένους οικονομικούς πόρους, καθώς οι τιμές που συνδέονται με αυτά τα χαρακτηριστικά είναι σημαντικές.
Η χρήση τομάτας που καλλιεργείται σύμφωνα με τα βιολογικά πρότυπα ή μέσω παραγωγικών διαδικασιών που ελαχιστοποιούν τη χρήση χημικών εισροών μπορεί επίσης να αποτελεί ένα έγκυρο εργαλείο διαφοροποίησης για τους παραγωγούς.
Μια άλλη εναλλακτική στρατηγική διαφοροποίησης των προϊόντων θα βασιζόταν στη χρήση ποικιλιών τομάτας, (όπως η ντομάτα datterino και το cherry tomato), των οποίων οι γεύσεις προτιμώνται σε μεγάλο βαθμό από τους καταναλωτές, και η υψηλή τιμή συνδέεται με τέτοια χαρακτηριστικά προϊόντος.
Τα ευρήματά υποδεικνύουν επίσης ότι η αρωματοποίηση του προϊόντος έχει σημασία για τον καθορισμό της premium τιμής ενός προϊόντος. Έτσι, η προσθήκη αρωματικών βοτάνων στο προϊόν μπορεί να αποδώσει πραγματικά, καθώς οι κατασκευαστές μπορεί να επωφεληθούν από τις υψηλότερες τιμές.
Τέλος, διαπιστώθηκε ότι οι περισσότερες κορυφαίες επωνυμίες επωφελούνται από ένα πρόσθετο premium τιμής σε σύγκριση με αυτές που υποστηρίζονται από λιγότερο γνωστές. Ως εκ τούτου, οι εταιρείες που επενδύουν στην ανάπτυξη προϊόντων μπορεί να χρειαστεί να επενδύσουν πρώτα στη δημιουργία και τη διατήρηση της εικόνας της επωνυμίας τους ως μέσο για να αυξήσουν την οριακή τιμή των προϊόντων τομάτας τους.
Για να διαβάσετε ολόκληρη τη μελέτη πατήστε ΕΔΩ
Έρευνα των Εμίλιο Ντε Μέο, Τζιανλούκα Ναρντόνε, Φραντσέσκο Μπίμπο και Ντομένικο Καρλούτσι
Department of Agricultural and Environmental Sciences (DiSAAT), Università degli Studi di Bari Aldo Moro, Via Amendola 165/a, 70126 Bari, Italy2Τμήμα Γεωργικών Επιστημών, Τροφίμων, Φυσικών Πόρων και Μηχανικής (DAFNE), Università degli Studi di Foggia, Via Napoli, 25, 71122 Foggia, Italy
Πηγή: mdpi