Η Ισπανική εταιρεία ιχθυοκαλλιέργειας Grupo Profand, απέκτησε το πλειοψηφικό μερίδιο της ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας Ιχθυοτροφεία Κεφαλονιάς (Kefalonia Fisheries), με την κίνηση αυτή να υποστηρίζει τη διεθνή ανάπτυξη και επέκτασή της. Εστιασμένη κυρίως στην παραγωγή λαβρακιού και τσιπούρας, η Κεφαλονιά περιλαμβάνει τέσσερις ιχθυοκαλλιέργειες, δύο συσκευαστήρια και ένα εκκολαπτήριο που παράγει αυγά ψαριών.
Σύμφωνα με ανακοίνωση του ισπανικού ομίλου, με τη στρατηγική αυτή εξαγορά η Grupo Profand ενισχύει τα μερίδια του στην μεσογειακή ιχθυοκαλλιέργεια και συγκεκριμένα στις αγορές της σιπούρας και του λαβρακιού.
«Χάρη σε αυτήν την προσθήκη ενισχύουμε τη θέση μας στις οικογένειες τσιπούρας, λαβράκι και κορβίνα, έχοντας τη δυνατότητα να ελέγχουμε όλα τα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας», δήλωσε ο CEO της Profand, Ενρίκε Γκαρσία, σε δελτίο τύπου.
Ο Garcia είπε ότι η Profand προσελκύθηκε από το ισχυρό επιχειρηματικό μοντέλο της Κεφαλονιάς, τις υψηλές δυνατότητες ανάπτυξής της σε παγκόσμια κλίμακα και από την εξαιρετική διοικητική ομάδα της, συμπεριλαμβανομένης της διευθύνουσας συμβούλου της, Λάρα Μπαραζή-Γερουλάνου, η οποία θα συνεχίσει να ηγείται της εταιρείας. Η κ. Μπαραζή-Γερουλάνου είναι επίσης πρόεδρος της Ομοσπονδίας Ευρωπαίων Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας (FEAP).
Τα ιχθυοτροφία Κεφαλονιάς δημιουργήθηκαν το 1981 από τον Μαρίνο Γερουλάνο, πατέρα του πρώην υπουργού του ΠΑΣΟΚ και στελέχους του ΚΙΝΑΛ, Παύλου Γερουλάνου ο οποίος σήμερα διατηρεί θέση στο Δ.Σ. της εταιρείας. Φέρεται να είναι η πρώτη εταιρεία η οποία δραστηριοποιήθηκε στην ιχθυοκαλλιέργειας μεσογειακών ψαριών (τσιπούρα και λαβράκι). Σήμερα διαθέτει 4 μονάδες, 2 συσκευαστήρια ενώ απασχολεί πάνω από 150 εργαζομένους.
Ο όμιλος Profand είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος βάσει πωλήσεων στον τομέα των αλιευμάτων στην Ισπανία με παρουσία σε 60 χώρες, 12 εργοστάσια και περισσότερους από 3.000 εργαζόμενους, ενώ το 2020 πραγματοποίησε πωλήσεις 664 εκατ. ευρώ έναντι 471 εκατ. ευρώ το 2019.
Η εξέλιξη αυτή οδηγεί ακόμη έναν ελληνικό όμιλο ιχθυοκαλλιέργειας στον έλεγχο ξένων ομίλων, μετά την πώληση των δύο μεγαλύτερων εταιρειών του κλάδου, Νηρέα και Σελόντα, στο σχήμα Mubadala – Amerra Capital.