Το 64% των εισηγμένων εταιρειών τροφίμων δεν έχουν θέσει στόχους αναγεννητικής γεωργίας.
Η αναγεννητική γεωργία έχει κερδίσει σημαντική έλξη στον αγροδιατροφικό τομέα ως τρόπος μείωσης της περιβαλλοντικής και κοινωνικής βλάβης που συνδέεται με τις συμβατικές πρακτικές παραγωγής. Αν και δεν υπάρχει καθολικά αποδεκτός ορισμός, οι πρακτικές που σχετίζονται με την αναγεννητική γεωργία επικεντρώνονται σε θετικά περιβαλλοντικά και κοινωνικά αποτελέσματα. H Οδηγία της ΕΕ για τις Πράσινες Απαιτήσεις πρόκειται να τεθεί σε ισχύ το 2026 και ορίζει ότι οι εταιρείες πρέπει να τεκμηριώνουν τυχόν ισχυρισμούς μάρκετινγκ σχετικά με την αναγεννητική γεωργία. Εάν δεν το κάνουν, μπορεί να τους επιβληθεί πρόστιμο μη συμμόρφωσης έως και 4% του ετήσιου κύκλου εργασιών τους.
Έκθεση του δικτύου επενδυτών FAIRR για την αναγεννητική γεωργία ήταν να αξιολογήσει τον αυξανόμενο αριθμό δεσμεύσεων αναγεννητικής γεωργίας μεταξύ των εισηγμένων στο χρηματιστήριο εταιρειών γεωργικών προϊόντων διατροφής για να κατανοήσει εάν αυτές είναι αρκετά σημαντικές για την επίτευξη κλιματικών, φυσικών και κοινωνικών στόχων. Αυτή είναι μια πρώτη στο είδος της ανάλυση των δεσμεύσεων για την αναγεννητική γεωργία από 79 παγκόσμιους γίγαντες τροφίμων και λιανικής, αξίας άνω των 3 τρισεκατομμυρίων δολαρίων και αντιπροσωπεύουν σχεδόν το ένα τρίτο του κλάδου.
Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι 50 από τις 79 εταιρείες γεωργικών προϊόντων διατροφής (63%) αναγνωρίζουν την αναγεννητική γεωργία ως λύση για την κλιματική αλλαγή και την απώλεια βιοποικιλότητας αλλά οι 32 από τις 50 (64%) δεν έχουν περιγράψει κανέναν ποσοτικό στόχο σε ολόκληρη την εταιρεία σχετικά με τέτοιες μεθόδους καλλιέργειας, συμπεριλαμβανομένων των Chipotle, Domino’s και Bunge. Μόνο τέσσερις από τις 50 εταιρείες (8%) – Nestle, PepsiCo, JBS και Sodexo – έχουν αναλάβει οικονομικές δεσμεύσεις για τη στήριξη και την παροχή κινήτρων στους αγρότες να υιοθετήσουν την αναγεννητική γεωργία λέει η έκθεση του FAIRR.