Οι δίαιτες νηστείας με περιορισμένο χρονικό διάστημα κατανάλωσης φαγητού μπορεί να συμβάλει στην απώλεια βάρους αλλά με κόστος προβλήματα γονιμότητας σύμφωνα με νέα έρευνα.
Η χρονικά περιορισμένη νηστεία ή δίαιτα περιορισμένου χρονικού διαστήματος είναι ένα διατροφικό μοτίβο κατά το οποίο οι άνθρωποι περιορίζουν την κατανάλωση τροφής σε συγκεκριμένες ώρες της ημέρας.
Αυτός ο τύπος διατροφής είναι μια δημοφιλής τάση για την υγεία και τη φυσική κατάσταση και οι άνθρωποι το κάνουν για να χάσουν βάρος και να βελτιώσουν την φυσική τους κατάσταση. Αλλά τι κινδύνους εγκυμονεί;
Μια νέα μελέτη που από το Πανεπιστήμιο της Ανατολικής Αγγλίας δείχνει ότι η χρονικά περιορισμένη νηστεία δεν είναι εντελώς ακίνδυνη, καθώς μπορεί να επηρεάσει την αναπαραγωγή.
Σύμφωνα με τον επικεφαλής ερευνητή, Alexei Malakov, ο τρόπος με τον οποίο οι οργανισμοί ανταποκρίνονται στις ελλείψεις τροφής μπορεί να επηρεάσει την ποιότητα των ωαρίων και του σπέρματος, ακόμα και μετά το τέλος της περιόδου νηστείας.
Η ερευνητική ομάδα μελέτησε το ψάρι ζέβρα (Danio rerio) ως πρότυπο οργανισμό για να ανακαλύψει τι συμβαίνει κατά τη διάρκεια και μετά από μια περίοδο χρονικά περιορισμένης λήψης τροφής. Μέτρησαν τον τρόπο με τον οποίο τα αρσενικά και τα θηλυκά κατανέμουν τους πόρους για τη συντήρηση του σώματος έναντι της παραγωγής και συντήρησης σπέρματος και ωαρίων και την ποιότητα των απογόνων που προκύπτουν.
Ανακάλυψαν πως η χρονικά περιορισμένη νηστεία επηρεάζει διαφορετικά την αναπαραγωγή σε άνδρες και γυναίκες. Συγκεκριμένα, μόλις τα ψάρια επέστρεψαν στο κανονικό τους διατροφικό πρόγραμμα, τα θηλυκά αύξησαν τον αριθμό των απογόνων που παρήγαγαν, αλλά με χειρότερης ποιότητας αυγά, ενώ εξίσου μειώθηκε η ποιότητα του ανδρικού σπέρματος.
Αυτό που μένει τώρα να μελετηθεί είναι πόσος χρόνος χρειάζεται για να επανέλθει η ποιότητα του σπέρματος και των ωαρίων στο φυσιολογικό μετά την περίοδο της νηστείας.
Η μελέτη πραγματοποιήθηκε από το Πανεπιστήμιο της Ανατολικής Αγγλίας σε συνεργασία με ερευνητές στο Κέντρο Επιστήμης Περιβάλλοντος, Αλιείας και Υδατοκαλλιέργειας (Cefas) και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Proceedings of the Royal Society B.