Παιδιά της εποχής θυμούνται τις όμορφες στιγμές που έζησαν ανάμεσα σε πελώρια βαρέλια και σε φορτία με κριθάρι.
Είναι 1956 και, για τους περισσότερους περαστικούς στην περιοχή του Μπες Τσινάρ* στη Θεσσαλονίκη, το κοκκινωπό βιομηχανικό συγκρότημα του ΦΙΞ, που μοιάζει θαρρείς και αναδύεται απευθείας μέσα από τη θάλασσα, στεγάζει απλά την κραταιά ζυθοποιία του επιχειρηματία Καρόλου Φιξ. Για καμιά δεκαριά πιτσιρίκια όμως, που σχεδόν καθημερινά τρέχουν γελώντας και ψιθυρίζοντας συνωμοτικά στους διαδρόμους του, είναι ταυτόχρονα κάτι εντελώς διαφορετικό: ένας βιομηχανικός παιδότοπος, ένα ιδιότυπο λούνα παρκ.
Τα τεράστια ξύλινα βαρέλια όπου φυλάσσεται η μπίρα, διαμέτρου δυόμισι ή τριών μέτρων, προσφέρονται για ριψοκίνδυνα ακροβατικά -σφίγγουν αποφασιστικά τα χείλη, παίρνουν φόρα και πηδούν απ’ το ένα στο άλλο. Όταν καταφθάνει στο εργοστάσιο η πρώτη ύλη της μπίρας, το κριθάρι, ανεβαίνουν στα παράθυρα της αποθήκης και από εκεί βουτούν απευθείας μέσα στις τεράστιες στοίβες, χωρίς να τα νοιάζει που θα έχουν φαγούρα για ώρες μετά. Σηκώνονται στις μύτες των ποδιών και με τα κουτάλια τους ανά χείρας δοκιμάζουν το περιεχόμενο των βιομηχανικών βραστήρων. Άλλες φορές κάθονται στη σειρά και χαζεύουν τα χάλκινα καζάνια του 18ου αιώνα, ψηλά σαν σπίτια και μαρκαρισμένα με εκατοντάδες σφραγίδες, χωρίς να μπορούν να φανταστούν ότι οι θαυμάσιες αυτές κατασκευές κάποτε θα λεηλατηθούν και θα καταλήξουν «σκραπ». Λαθραία βάζουν μπροστά τις μηχανές στο εμφιαλωτήριο, τρέχοντας μακριά απ’ τους εργάτες που τα κυνηγούν, και ζωγραφίζουν με κιμωλία πάνω στον πίνακα με τις παραγγελίες, προκαλώντας ενίοτε σύγχυση και αναστάτωση, αφού τα σχέδιά τους συχνά μπλέκονται με τις επίσημες καταχωρήσεις και τις σβήνουν. Και, πού και πού, παρεισφρέουν στην αποθήκη όπου φυλάσσονται σε ρολά οι αυτοκόλλητες ετικέτες με τα τρία γράμματα σε χαρακτηριστική γραμματοσειρά -ΦΙΞ- και «τσεπώνουν» μερικές, για να τις χρησιμοποιήσουν στα ευφάνταστα παιχνίδια τους.
Τις εικόνες αυτές μεταφέρει στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η αρχιτέκτων Μάρη Παπαευαγγέλου, που ουσιαστικά έζησε μέσα στο ΦΙΞ από ενός έτους, το 1952, μέχρι και σχεδόν τα 12 της χρόνια. Δεν χρειάζεται να σου πει με λόγια πόση συγκίνηση νιώθει, καθώς μετατρέπει σε γλαφυρές εικόνες τις παιδικές της αναμνήσεις. Η φωνή της το μαρτυρά. Κόρη του μηχανολόγου Δημήτρη Παπαευαγγέλου, τεχνικού διευθυντή του ΦΙΞ, που τον είχε προσλάβει ο ίδιος ο Κάρολος Φιξ, η Μάρη ουσιαστικά πέρασε την παιδική της ηλικία στον χώρο αυτού του εργοστασίου, όπως και ο μεγαλύτερος αδελφός της, Τάσος.
«Κάθε φορά που περνάω απ’ έξω, ακόμα και τώρα, σφίγγεται η ψυχή μου. Θέλω να διασχίσω τη σιδερένια πύλη και να μπω μέσα όπως τότε, που μπορούσα να τρέξω στους διαδρόμους και ακόμα και με τα μάτια κλειστά να βρω τον δρόμο μου σε κάθε χώρο του εργοστασίου» λέει και προσθέτει: «Το εργοστάσιο του ΦΙΞ ήταν σαν ένα λούνα παρκ για εμάς τότε. Παίζαμε στο εμφιαλωτήριο, στο πλυντήριο των μπουκαλιών, στο παγοποιείο όπου φυλασσόταν ο πάγος για ίδια χρήση, αλλά και για πώληση σε τρίτους και εμείς σκαρώναμε παιχνίδια με τα καλούπια με το άζωτο, ήμασταν παντού… Όλοι οι εργάτες μάς γνώριζαν, εμάς και τις σκανταλιές μας. Πολλές φορές παίζαμε επικίνδυνα παιχνίδια ή κάναμε άθελά μας ζημίες και τότε, όταν μας έπιαναν, μας κατσάδιαζαν για τα καλά».
Το κυνήγι πάπιας στον Θερμαϊκό, τα αγγλικά πλοία και οι τέσσερις μυρωδιές της Θεσσαλονίκης
Για τον αδερφό της Μάρης, Τάσο Παπαευαγγέλου, επίσης αρχιτέκτονα, οι παιδικές αναμνήσεις από το ΦΙΞ, στο οποίο πρωτομπήκε πεντάχρονο αγόρι, έχουν να κάνουν κυρίως με τη θάλασσα. Τη θάλασσα που ουσιαστικά «έγλυφε» το ΦΙΞ, αφού το νερό απείχε τότε «το πολύ 100 μέτρα από την οδό 26ης Οκτωβρίου», όπως λέει. Τη θάλασσα στην οποία έδεναν κάθε τόσο αργοκίνητες μαούνες, μεταφέροντας τόνους κριθάρι, που το ξεφόρτωναν από τα πλοία που έρχονταν από την Αγγλία και δεν μπορούσαν να προσεγγίσουν στα ρηχά -κριθάρι που εκφορτωνόταν σε στίβες ύψους τεσσάρων-πέντε μέτρων (αργότερα δημιουργήθηκαν καλλιέργειες κριθαριού στον Έβρο, αλλά για αρκετά χρόνια η πρώτη ύλη ερχόταν από τη Γηραιά Αλβιώνα). Όπως λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο γεννηθείς το 1947 Τάσος Παπαευαγγέλου, στις πεντέμισι το απόγευμα, όταν σχολούσαν οι εργάτες, έβγαιναν κάθε τόσο στην ακροθαλασσιά με τα δίκανα και κυνηγούσαν πάπιες. Κι όταν τις πετύχαιναν, ο ίδιος, μικρό παιδί, ξανοιγόταν μέχρι και στα 20 μέτρα από την ακτή «με μια βαρκούλα» και μάζευε το κυνήγι των ανδρών από το νερό για να τους το παραδώσει.
Την ίδια ώρα πάνω-κάτω που οι εργάτες άρχιζαν το κυνήγι, στον χώρο του ΦΙΞ σχηματιζόταν -όπως θυμάται η Μάρη Παπαευαγγέλου- και μια ιδιαίτερη συγκέντρωση ανθρώπων, που δεν βρίσκονταν εκεί με άδεια χέρια. Κρατούσαν βάζα, κατσαρόλες και κάθε είδους βαθύ δοχείο. Τι περίμεναν; «Τα απογεύματα, γύρω στις 5, μετά τη ζύμωση και όταν έβγαινε η περισσευούμενη μαγιά που συγκεντρωνόταν στον αφρό του καζανιού σαν σαπουνάδα, μαζευόταν στο εργοστάσιο κόσμος από γύρω-γύρω, αλλά και από πιο μακριά. Οι άνθρωποι έρχονταν με βάζα και κατσαρόλες, για να πάρουν την ακόμα ζεστή μαγιά της μπίρας, άλλοι για αρτοποιήματα και άλλοι για θεραπευτικούς σκοπούς» διηγείται, ενώ θυμάται ακόμα πως το νερό για την παρασκευή της μπίρας ΦΙΞ ερχόταν απευθείας από τον Άγιο Νικόλαο της Νάουσας, με αγωγούς που είχαν φτιαχθεί γι’ αυτόν τον σκοπό (αργότερα χρησιμοποιούνταν βυτία). «Η καλή μπίρα είναι 80% ποιότητα νερού, οπότε ήταν βασικό το νερό να είναι πολύ υψηλής ποιότητας. Γι’ αυτό άλλωστε, χάρη σε αυτό το νερό, η ζυθοποιία που προϋπήρχε στο εργοστάσιο, ονομαζόταν “Όλυμπος-Νάουσα”» λέει η κα Παπαευαγγέλου.
Ταυτόχρονα, στο ΦΙΞ ήταν και το σπίτι της Μάρης και του Τάσου. «Εκεί από όπου έφευγαν έτοιμα τα εμπορεύματα, “φάτσα” από τη δεξιά πλευρά, υπήρχε ένα πολύ όμορφο σπίτι, με κήπο και σιντριβάνια, που το είχε φτιάξει ο συνεργάτης του Κάρολου Φιξ, ο Γιώργος Γεωργιάδης, για τον εαυτό του, τη σύζυγό του Μάχη Βόγα και την οικογένειά τους (είχαν δύο παιδιά, την Έλλη και τον Ντάνη), αλλά τελικά δεν έμεινε εκεί και το σπίτι μάς παραχωρήθηκε. Το σπίτι ήταν τεράστιο, περίπου 500 τετραγωνικά. Στον πάνω όροφο μέναμε εμείς και στον κάτω κατοικούσε πάντα ένας Γερμανός ειδικός της μπίρας, που εναλλασσόταν» λέει. Συνολικά μέσα στον χώρο του βιομηχανικού συγκροτήματος ζούσαν τότε με τις οικογένειές τους έξι παιδιά και ένας φοιτητής, αλλά συχνά η παρέα που στριφογύριζε στο ΦΙΞ γινόταν ακόμα και διπλάσια, συμπεριλαμβάνοντας φίλους από άλλες περιοχές και συμμαθητές. Ενίοτε βρισκόταν στο εργοστάσιο και ο γιος του Γιώργου Γεωργιάδη, Ντάνης, το σπορ αυτοκίνητο του οποίου έμεινε εγκαταλελειμμένο στην αυλή του βιομηχανικού συγκροτήματος.
Με αφετηρία το σπίτι τους ή το εργοστάσιο, τα δύο αδέρφια -και η υπόλοιπη «τσακαλοπαρέα» που ζούσε μέσα στο βιομηχανικό συγκρότημα- διέσχιζαν συχνά την 26ης Οκτωβρίου, καθώς από την άλλη της πλευρά ήταν χτισμένες οι εργατικές κατοικίες, στις οποίες ζούσαν κάποιοι ακόμα από τους φίλους και τις φίλες τους, συμμαθητές και συμμαθήτριες, παιδιά εργαζομένων στη ζυθοποιία και «συνεργοί» στις σκανταλιές μέσα στο εργοστάσιο. Λίγο πιο εκεί βρισκόταν και ένα μπακάλικο, όπου τα πιτσιρίκια ζητούσαν από τον μπακάλη να τους κόψει μια τσιχλόφουσκα, συνήθως στα τρία, και έπειτα περπατούσαν μασουλώντας κατά μήκος των σιδηροδρομικών γραμμών ή επέστρεφαν στο ΦΙΞ με διευρυμένη παρέα.
Πώς μύριζε στους χώρους του ΦΙΞ; Πώς ήταν το φως; Ποιοι ήχοι ακούγονταν; «Μύριζε υπέροχα όταν το κριθάρι έβραζε! Οι μυρωδιές της Θεσσαλονίκης ήταν τέσσερις: τα αρώματα από το ΦΙΞ, τη ΒΙΑΜΥΛ, τη Σοκολατοποιία ΦΛΟΚΑ και τα καπνά. Οι δε ήχοι ήταν διάφοροι, αν και δεν ήταν ιδιαίτερα θορυβώδες το εργοστάσιο. Τα πώματα που έμπαιναν στα μπουκάλια, οι ήχοι από τα πλυντήρια όπου γινόταν το πλύσιμο των επαναχρησιμοποιούμενων μπουκαλιών… Και κάποιοι ήχοι πολύ τραυματικοί. Κοντά στο ΦΙΞ βρίσκονταν τα Σφαγεία και τις ημέρες που έσφαζαν τα ζώα, το κλάμα τους ακουγόταν ολοκάθαρα στο εργοστάσιο… Ο πατέρας μου, που ήταν πολύ ευαίσθητος άνθρωπος, συχνά φρόντιζε να μας απομακρύνει από το εργοστάσιο τις ημέρες που γινόταν η σφαγή των ζώων, για να μην ακούμε αυτό το γοερό κλάμα… Ως προς το φως… Διέφερε από χώρο σε χώρο. Υπήρχαν οι φωτεινότατοι υπαίθριοι χώροι, το εμφιαλωτήριο με το τεχνητό φως, το παγοποιείο με το ημίφως, ο μέτριος φωτισμός στον χώρο των παραλαβών των άδειων φιαλών» θυμάται η Μάρη Παπαευαγγέλου.
Τα χάλκινα καζάνια του 18ου αιώνα, που κατέληξαν σκραπ
Ο Τάσος Παπαευαγγέλου θυμάται πολύ καλά τα χάλκινα καζάνια του εργοστασίου, τόσο κατά τις ημέρες της δόξας τους στο βυνοποιείο του ΦΙΞ, όσο και για το τέλος τους, το οποίο του προκάλεσε μεγάλη θλίψη. Όταν τα καζάνια αυτά αποσπάστηκαν παράνομα, μαζί τους έγινε σκραπ και έλιωσε μια ιστορία όχι δεκαετιών, αλλά αιώνων. Παράλληλα, εξηγεί, η απόσπασή τους έγινε αιτία το εργοστάσιο να στερηθεί μια χρυσή ευκαιρία για την επαναλειτουργία του λίγο πριν από την αυγή του νέου αιώνα και της νέας χιλιετίας.
«Το πρώτο κτήριο του συγκροτήματος ΦΙΞ, που συναντάμε στα αριστερά μας, καθώς πηγαίνουμε από το κέντρο προς τα δυτικά, ήταν το βυνοποιείο. Τότε η βύνη φτιαχνόταν στο εργοστάσιο. Το κριθάρι αποξηραινόταν, έβραζε για 24 ώρες και μετά πήγαινε για ωρίμανση 18 ημερών, παρήγαγε αλκοόλ και διοξείδιο του άνθρακα και τελικά γινόταν μπίρα και εμφιαλωνόταν. Σήμερα η βύνη έρχεται στις περισσότερες ζυθοποιίες έτοιμη, από περίπου 10 εργοστάσια στην Ευρώπη. Στο επίκεντρο της διαδικασίας βρίσκονταν τέσσερα χάλκινα καζάνια, δύο των 12 τόνων έκαστο και ισάριθμα των οκτώ τόνων. Τα καζάνια αυτά είχαν κατασκευαστεί στη Γερμανία τον 18ο αιώνα, γύρω στο 1750 νομίζω, και είχαν αγοραστεί μεταχειρισμένα. Το πάχος των τοιχωμάτων τους ήταν τουλάχιστον τρία εκατοστά. Πάνω τους υπήρχαν εκατοντάδες σφραγίδες, αρχικά του γερμανικού κράτους -αφού από εκεί εισήχθησαν- και μετέπειτα του ελληνικού, γιατί ο χαλκός είναι μαλακός και μπορείς να τον μαρκάρεις. Οι σφραγίδες αυτές έμπαιναν, γιατί κάθε φορά που άδειαζε το καζάνι, πληρωνόταν ο φόρος οινοπνεύματος. Το ύψος των καζανιών πρέπει να ήταν επτά- οκτώ μέτρα και διέσχιζαν κάθετα το κτήριο μέσα από ένα άνοιγμα, φτάνοντας από το ισόγειο μέχρι τον δεύτερο όροφο» περιγράφει και στη φωνή του ενυπάρχει ακόμα το παιδικό δέος για αυτές τις εντυπωσιακές κατασκευές.
Το 1999, λέει, μια ομάδα επενδυτών ενδιαφέρθηκε ν’ αγοράσει το κτήριο, για να το λειτουργήσει ως ζυθοποιία. «Ήταν κάποιος Μιχαηλίδης που ενδιαφέρθηκε, επιχειρηματίας με περισσότερες από 200 μικρές μπιραρίες στη Γερμανία και η γερμανική τράπεζα “Commerzbank”. Ανατέθηκε σε εμένα να πάω να δω αν τα καζάνια ήταν στη θέση τους -γιατί αν ήταν, ήθελαν να το ξανανοίξουν το εργοστάσιο… Όταν έφτασα εκεί όμως βρήκα μόνο ψηφίδες από χαλκό διασκορπισμένες στο πάτωμα. Και κάνοντας λίγη έρευνα έμαθα ότι τα καζάνια αυτά θρυμματίστηκαν, αποσπάστηκαν παράνομα και κατέληξαν στην Κοζάνη για λιώσιμο… Θυμάμαι πως όταν το έμαθε ο τεχνικός διευθυντής της Commerzbank είχε σχολιάσει ότι, για τον χώρο της ζυθοποιίας, το γεγονός αυτό ήταν ισοδύναμο με το να είχαμε σπάσει τα μάρμαρα του Παρθενώνα για να τα μετατρέψουμε σε οικοδομικά υλικά. Αυτό που βρήκα σχεδόν ανέπαφο ήταν οι εξυπηρετικές εγκαταστάσεις. Όπως αυτές όπου το ΦΙΞ παρήγε το δικό του ηλεκτρικό ρεύμα, αρχικά από κάρβουνο και μετέπειτα από πετρέλαιο και έδινε και ρεύμα στη Θεσσαλονίκη, στην περιοχή μέχρι τον Βαρδάρη» σημειώνει ο Τάσος Παπαευαγγέλου.
Όπως λέει, νιώθει τυχερός όσο λίγοι που πέρασε τα παιδικά του χρόνια σε εκείνο το κτήριο. Και η ζωή στο ΦΙΞ «σαφέστατα συνδέεται» με το γεγονός ότι αποφάσισε να σπουδάσει αρχιτέκτονας, εκτιμά. Άλλωστε, κατά την επαγγελματική του πορεία ασχολήθηκε κυρίως με τον σχεδιασμό βιομηχανικών κτηρίων. «Εκείνη την εποχή, το 1956, το 1957, το 1958, το συγκεκριμένο εργοστάσιο ήταν ίσως πιο σύγχρονο και προοδευτικό και από εκείνα της Ευρώπης. Υπήρχαν πολλές σχέσεις με το Βέλγιο και ανταλλαγή τεχνογνωσίας» επισημαίνει. Μάλιστα, το 1958, στην παγκόσμια έκθεση των Βρυξελλών, την πρώτη που έγινε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η χύμα μαύρη μπίρα της ΦΙΞ έλαβε το πρώτο βραβείο.
Μπορεί η μπίρα του ΦΙΞ να φημιζόταν και να βραβευόταν, αλλά δεν ήταν το μοναδικό προϊόν που γεννιόταν στους χώρους της παραγωγής του εργοστασίου. Όπως θυμάται η Μάρη Παπαευαγγέλου, κάποια στιγμή έφεραν στο ΦΙΞ έναν χημικό, τον Σταύρο Στεφανίδη, ο οποίος δημιούργησε στη Θεσσαλονίκη τη συνταγή για το «Τam Tam», ένα αναψυκτικό αντίστοιχο της Coca-Cola, με βασική πρώτη ύλη την καμένη μελάσσα. Ο Στεφανίδης επινόησε τη συνταγή όσο εργαζόταν στο ΦΙΞ και το αναψυκτικό έγινε γρήγορα ανάρπαστο. «Μέχρι που πέθανε ο Στεφανίδης, πριν από περίπου 15 χρόνια, τον παρακαλούσα να μου δώσει τη συνταγή, μήπως και καταφέρω να ξαναδοκιμάσω εκείνη τη γεύση!» αναπολεί και προσθέτει ότι, επειδή το Tam Tam εμφιαλωνόταν σε μπουκάλι ίδιο με της Coca- Cola, όταν το αμερικανικό αναψυκτικό κυκλοφόρησε στην Ελλάδα, το ελληνικό της ΦΙΞ έμοιαζε πια με απομίμηση και γρήγορα οδηγήθηκε σε μαρασμό. Παράλληλα, πίσω από το παγοποιείο του ΦΙΞ παραγόταν και μηλίτης και η Μάρη Παπαευαγγέλου θυμάται ακόμα με νοσταλγία τη γλυκειά μυρωδιά των μήλων που τα φορτηγά έφερναν από την περιοχή της Βέροιας, που όταν έβραζαν έκαναν όλη την περιοχή να μοσχοβολάει…
Ψαρεύοντας γαρίδες με το δίχτυ από …την ταράτσα
Το 1946 ο Αντώνης και η Ουρανία Παπανικολάου πέρασαν τη σιδερένια πύλη του ΦΙΞ, κρατώντας στην αγκαλιά τους το πρώτο τους παιδί: τον νεογέννητο γιο τους Νίκο. Στα 150-200 μέτρα από το θυρωρείο της βιομηχανίας, υπήρχε μια πόρτα, που όταν την άνοιγες σε έμπαζε σε μια μεγάλη αυλή με δύο διώροφες κατοικίες, όπου ζούσαν κάποιοι από τους εργαζομένους στη ζυθοποιία με τις οικογένειές τους (ο Αντώνης Παπανικολάου εργαζόταν ως μηχανικός στο μηχανοστάσιο). Η κατοικία εντός του ΦΙΞ ήταν αυτή που ο Νίκος Παπανικολάου αποκάλεσε για πρώτη φορά «σπίτι». Και στα σπίτια εκείνης της αυλής έμεινε μέχρι την ενηλικίωσή του και τη μετακόμισή του στην Αθήνα για σπουδές στο Πολυτεχνείο, από όπου έλαβε το πτυχίο του μεταλλειολόγου μηχανικού.
«Σε αυτή την αυλή συναντιόμασταν ο Τάσος Παπαυαγγέλου, με τον οποίο μεγαλώσαμε μαζί από όταν ήμουν δύο-τριών ετών, η αδερφή του Μάρη, η αδερφή μου η Πόπη φυσικά, τα δύο κορίτσια του οδηγού του ΦΙΞ (ο οποίος μάλιστα κάθε πρωί έβαζε όλα τα παιδιά στο φορτηγό και τα άφηνε ένα-ένα στα σχολεία τους) και ο Άκης Δάνης, που ήταν πολύ μεγαλύτερος από εμάς, ήδη τότε φοιτητής στην Ιατρική. Εμείς οι έξι μικρότεροι όλη τη μέρα στριφογυρίζαμε μέσα στο εργοστάσιο» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Νίκος Παπανικολάου, ο οποίος θυμάται πως όταν ήρθε η ώρα να φύγει από τον χώρο που γνώρισε από βρέφος ως σπίτι του, η συγκίνηση είχε δύο όψεις: η μια είχε να κάνει με το ότι άφηνε πίσω του τον χώρο όπου μεγάλωσε και γνώρισε τη φιλία. Η άλλη -πολύ ισχυρότερη- σχετιζόταν με το γεγονός ότι άνοιγε επιτέλους τα φτερά του, γιατί το ΦΙΞ ήταν απομονωμένο από την υπόλοιπη πόλη, η κοντινότερη κατοικημένη περιοχή ήταν ο Βαρδάρης, χιλιόμετρα μακριά, και τα παιδιά σπάνια επισκέπτονταν το κέντρο της Θεσσαλονίκης -«ήμασταν κατά κάποιο τρόπο κλεισμένοι στον “παιδότοπό” μας» λέει χαρακτηριστικά.
Τι αναμνήσεις όμως! Επειδή η θάλασσα ήταν πολύ κοντά στο βιομηχανικό συγκρότημα, είχε ανεγερθεί ένας τοίχος ανάμεσά τους. Και σε αυτό τον τοίχο «ακουμπούσε» ένα κτήριο. «Ο πατέρας μου ανέβαινε στην ταράτσα αυτού του κτηρίου, έριχνε από εκεί κάθε τόσο ένα δίχτυ και έπιανε γαρίδες. Τόσες γαρίδες όσες φάγαμε τότε, δεν ξαναφάγαμε σε όλη την υπόλοιπη ζωή μας!» λέει γελώντας ο Νίκος Παπανικολάου, ο οποίος διατηρεί ένα εξαιρετικό, ψηφιοποιημένο αρχείο από τους ανθρώπους του ΦΙΞ εκείνα τα χρόνια, από όπου προέρχονται και οι ανέκδοτες φωτογραφίες. Υπενθυμίζεται ότι στις 4 Οκτωβρίου πραγματοποιείται η επίσημη παρουσίαση του έργου αστικής ανάπλασης των πρώην εγκαταστάσεων της ζυθοποιίας ΦΙΞ από τη DIMAND, στην οποία αναμένεται να απευθύνει χαιρετισμό ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης.
*Γνωστότερη ως «Μπεχτσινάρ» ήταν η περιοχή της Θεσσαλονίκης που σήμερα βρίσκεται στο λιμάνι της πόλης, πολύ κοντά στη Βίλα Πετρίδη. Οι λέξεις «Μπες Τσινάρ» στα τουρκικά σημαίνουν «πέντε πλατάνια» (beş: πέντε, çınar: πλατάνι). Η περιοχή ονομαζόταν και Κήπος των Πριγκίπων και εκεί υπήρχε παραλία κατάλληλη για αναψυχή.
ΑΠΕ