Όταν η μπανάνα ανήκε στην ίδια κατηγορία με το χαβιάρι.
Σύμφωνα με τον Ricky Volpe, αναπληρωτή καθηγητή στο τμήμα αγροτικών επιχειρήσεων στο Πολιτειακό Πολυτεχνείο της Καλιφόρνια, οι τιμές της μπανάνας έχουν πέσει 31% τα τελευταία 30 χρόνια. Αν το καλοσκεφτούμε, οι μπανάνες είναι από τα πιο φθηνά είδη συγκριτικά με άλλα φρούτα και λαχανικά, παρά τις ανατιμήσεις που έχουν γίνεινστα περισσότερα καλλιεργούμενα τρόφιμα.
“Η σύντομη απάντηση για την μικρή τιμή της μπανάνας είναι το κόστος εργασίας: παρόλο που οι εργαζόμενοι στη γεωργία των ΗΠΑ δεν κερδίζουν πολλά, οι αγρότες και οι εργαζόμενοι σε μέρη όπως ο Εκουαδόρ και η Γουατεμάλα κερδίζουν ακόμη λιγότερα“, εξήγησε ο John Soluri, αναπληρωτής καθηγητής ιστορίας στο Carnegie Mellon και συγγραφέας του βιβλίου Banana Cultures: Γεωργία, Κατανάλωση και Περιβαλλοντική Αλλαγή στην Ονδούρα και στις Ηνωμένες Πολιτείες.
“Οι κορυφαίοι προμηθευτές μπανάνας της Αμερικής περιλαμβάνουν τη Γουατεμάλα, την Κόστα Ρίκα, την Ονδούρα, τον Ισημερινό και το Μεξικό”, δήλωσε ο Luis Ribera, καθηγητής και οικονομολόγος στο Texas A&M AgriLife Extension Service. “Οι περισσότερες από τις μπανάνες που καταναλώνουμε εισάγονται επειδή καλλιεργούνται σε τροπικό κλίμα”, είπε. Σύμφωνα με τον ίδιο, το κόστος που απαιτείται για την παραγωγή μπανανών είναι χαμηλότερο από άλλων φρούτων όπως τα μούρα και είναι επίσης λιγότερο ευπαθείς από αυτά.
Ωστόσο αυτές οι χαμηλές τιμές, δεν έρχονται χωρίς τίμημα για τους εργαζόμενους αφού οι συνθήκες εργασίας είναι πολύ σκληρές.
Εκτός από τους χαμηλούς μισθούς που με το ζόρι αγγίζουν τα 14$ (13 ευρώ), ορισμένοι εργαζόμενοι στην Chiquita Brands, από τις μεγαλύτερες παραγωγούς μπανάνας, λένε ότι αντιμετωπίζουν άθλιες συνθήκες εργασίας.
Μια έκθεση του 2018 από την Univision, επιβεβαιώνοντας αυτόν τον ισχυρισμό, ανέφερε ότι οι εργαζόμενοι σε φυτείες μπανάνας στην Ονδούρα μπορεί να αντιμετωπίσουν το σύνδρομο του καρπιαίου σωλήνα, μυκητιάσεις ή ατυχήματα στα χωράφια.
Η μπανάνα στα χρόνια μετά του εμφυλίου
Σε μια σύντομη αναδρομή στο παρελθόν όμως, θα δούμε πως η μοίρα της μπανάνας δεν ήταν πάντα η ίδια καθώς κάποτε θεωρούνταν είδος πολυτελείας, παρόμοιο με το χαβιάρι, σύμφωνα με τον συγγραφέα Dan Koeppel, που το εξηγεί στο βιβλίο του το 2007 Banana: The Fate of the Fruit That Changed the World. Αυτό πιθανόν να οφειλόταν στη δυσκολία των μεταφορών, καθώς ένα ταξίδι θα μπορούσε να διαρκεί για εβδομάδες. Οι μπανάνες έγιναν ευρέως διαθέσιμες στις ΗΠΑ μετά τον εμφύλιο πόλεμο (1865 και έπειτα), και η πλησιέστερη περιοχή από την οποία μπορούσαν να τις εισάγουν ήταν η Τζαμάικα.
Στο βιβλίο του, ο Koeppel έγραψε ότι ένας καπετάνιος του Cape Cod ονόματι Lorenzo Dow Baker αποφάσισε να κάνει μια επιχείρηση με την εξαγωγή μπανανών από την Τζαμάικα στα τέλη του 19ου αιώνα. Ενώ η μπανάνα δεν ήταν ευρέως προσβάσιμη σε όλη την Αμερική, πόλεις στην Ανατολική Ακτή όπως η Νέα Υόρκη, η Βοστώνη και η Φιλαδέλφεια μπόρεσαν να την απολαύσουν.
Ο Baker έγινε συνεργάτης με έναν αγοραστή προϊόντων από τη Νέα Αγγλία, τον Andrew Preston. Οι δυο τους, μαζί με άλλους οκτώ επενδυτές, σχημάτισαν την πρώτη εμπορική εταιρεία μπανάνας: τη Boston Fruit. Ο Preston ήθελε το φρούτο να γίνει “πιο δημοφιλές από τα μήλα”, αλλά παρόλο που μειώθηκε ο χρόνος αποστολής, αλλάζοντας τα πλοία, οι μπανάνες έφταναν μερικές φορές σάπιες. Έτσι άρχιζε να ψύχει τις μπανάνες και δημιούργησε αποθήκες ψύξης στις ΗΠΑ, για να διασφαλίσει πως διατηρούνται καλύτερα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού και μετά.
“Οι Preston και Baker κατάφεραν με τις μπανάνες τους το αδύνατο. Έφεραν στους καταναλωτές ένα εξαιρετικά ευπαθές τροπικό προϊόν, άθικτο και έτοιμο για κατανάλωση, χιλιάδες μίλια από τον τόπο όπου φύτρωσε, σε μια τιμή που ο καθένας μπορούσε να αντέξει οικονομικά”, έγραψε ο Koeppel.
Ένας άλλος Αμερικανός επιχειρηματίας, ο Minor Cooper Keith, είχε αρχίσει να φυτεύει μπανάνες παράλληλα με την κατασκευή μιας σιδηροδρομικής γραμμής που επέβλεπε στην Κόστα Ρίκα. Ενώ η επιχείρησή του με τις μπανάνα έγινε μια προσοδοφόρα, αντιμετώπισε τελικά οικονομικές δυσκολίες που τον οδήγησαν να συμφωνήσει σε μια συγχώνευση με τον αντίπαλό του, Preston, για να δημιουργήσει την United Fruit Company (τώρα γνωστή ως Chiquita).
Η εταιρεία επέκτεινε τις δραστηριότητές της στη Γουατεμάλα, την Ονδούρα, τη Νικαράγουα και τον Παναμά μεταξύ 1899 και 1905, σύμφωνα με την Emily Perkins, επιμελήτρια καταλόγου της The Historic New Orleans Collection. Η ίδια έγραψε ότι αυτές οι χώρες έγιναν γνωστές ως δημοκρατίες της μπανάνας, επειδή “ολόκληρες οι κυβερνήσεις τους επικεντρώθηκαν στο εμπόριο μιας και μόνο καλλιέργειας … εις βάρος του δικού τους λαού και της ανάπτυξής τους. Οι ντόπιοι που εργάζονταν σε αυτές τις φυτείες αμείβονταν με μισθούς φτώχειας και οι προσπάθειες οργάνωσης καταπνίγηκαν βίαια”, έγραψε.
Ο κίνδυνος για την μπανάνα και τις τιμές
Ελλοχεύει, ωστόσο, ο κίνδυνος οι τιμές τις ευρέως γνωστής μπανάνας Cavendish να μην μείνουν για πάντα χαμηλές, καθώς τα φρούτα αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο ενός θανατηφόρου μύκητα γνωστού ως Tropical Race 4, ένα στέλεχος της νόσου του Παναμά που ανακαλύφθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Η απειλή αυτή θα μπορούσε να βλάψει τόσο τις τιμές όσο και τις οικονομίες που εξαρτώνται από τα φρούτα, και να επιφέρει μια νέα παγκόσμια επισιτιστική κρίση.
Ο μύκητας έχει επηρεάσει ήδη παραγωγές μπανάνας σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της Ασίας, της Αυστραλίας, της Μέσης Ανατολής, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής. Εντοπίστηκε ακόμη στην Κολομβία το 2019 και στο Περού το 2021.
Η μπανάνα Cavendish στερείται γενετικής ποικιλομορφίας, καθιστώντας την ευάλωτη σε ασθένειες. Το Wired ανέφερε ότι αναπαράγεται με κλωνοποίηση, που σημαίνει ότι είναι εύκολο να αναπτυχθεί και ότι τα χαρακτηριστικά της είναι προβλέψιμα. Στη δεκαετία του 1950, ένα άλλο στέλεχος της νόσου του Παναμά είχε καταστρέψει περιοχές που αναπτύχθηκαν το Gros Michel, μια διαφορετική ποικιλία μπανάνας που είναι γνωστή ως Big Mike.
Οι ειδικοί λένε ότι πρέπει οι γεωργοί να αρχίσουν να καλλιεργούν μεγαλύτερη ποικιλία μπανανών, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ακριβότερες καλλιέργειες. Ο Soluri σημείωσε ότι υπάρχουν ποικιλίες μπανάνας εκεί έξω που θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως υποκατάστατα του Cavendish.