Η δύναμη των οσμών και των γεύσεων σημαδεύουν ακούσια τις μνήμες μας σαν τους μεσότιτλους σε αυτοβιογραφίες…
Της Χριστίνας Κοψίνη
Είναι 1966. Το «Πατρίς» μόλις έχει αποπλεύσει από το Πορτ Σάιδ με κατεύθυνση την Μελβούρνη της Αυστραλίας. Είναι αργά, βράδυ καλοκαιριού. Η θαλασσοταραχή δυναμώνει και το μόνο που μπορεί να με κάνει να αποσπάσω το μυαλό από το στομάχι μου – παιδί μικρό στη μοναξιά μιας καμπίνας όπου τα έπιπλα, πηγαίνουν πότε αριστερά και πότε δεξιά, ανάλογα με τον κυματισμό – είναι η μυρωδιά φρεσκοψημμένου ψωμιού. Η πόρτα ανοίγει και ένας χαμογελαστός, παρά την κόπωση της βάρδιας του, πατέρας έρχεται προς το μέρος μου κρατώντας ζεστό ψωμί που αχνίζει.
Ταξιδεύουμε προς την Αυστραλία την εποχή που οι ναυτικοί μπορούν να φιλοξενούν γυναίκα και παιδί στο υπερωκεάνειο ΠΑΤΡΙΣ, το οποίο μεταναστεύει ίσως και πάνω από 1000 ομογενείς από τον Πειραιά. Το ταξίδι διαρκεί σχεδόν 23 ημέρες και ο καπετάνιος σε ειδική τελετή θα απονείμει πιστοποιητικά διέλευσης του Ινδικού Ωκεανού. Πέντε δεκαετίες πέρασαν από τότε. Αλλά, ακόμη βλέπω να αχνίζει το ζεστό ψωμί που μόλις το έψησε ο μάγειρας του πλοίου. Το μυρίζω και νοιώθω πια, ότι ήταν η τελευταία οσμή-μνήμη που έπαιρναν μαζί τους σαν νοσταλγία οι ναυτικοί έως ότου επιστρέψουν ύστερα από τρεις μήνες στο λιμάνι του Αη Νικόλα στον Πειραιά. Η οσμή που θα κουβαλούσαν μέσα τους εκείνοι που φεύγοντας για έναν τόσο μακρινό ξένο τόπο δεν γνώριζαν αν θα επέστρεφαν.
Μας συνοδεύουν οι οσμές και οι γεύσεις σαν τους μεσότιτλους σε αυτοβιογραφίες που αφήνουμε χωρίς να αντιλαμβανόμαστε καν τις μικρές ιστορίες που γράφει το πέρασμα του καθενός μας στο αδιάφορο σύμπαν.
Όπως εκείνη η μυρωδιά από το ξινολάχανο που διαπερνούσε κάθε άλλη αίσθηση στου δρόμους της μουντής Βαρσοβίας, κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ΄80. Το ξυνολάχανο που δεν ικανοποιούσε την πείνα μας, αλλά απομυθοποιούσε τον μύθο που είχαμε πλάσει, ως ατίθασοι και ανυπότακτοι νέοι που ταξίδευαν, από την τότε προηγμένη Δύση, περί παραδείσου του τότε «υπαρκτού σοσιαλισμού». Αλλά μήπως το ξυνολάχανο δεν ήταν αυτό που απέτρεπε το σκορβούτο από τους ναυτικούς στα μακρινά ταξίδια τους; To ίδιο δεν ήταν που κράτησε μαζί με τις κονσέρβες ζωντανούς του Πολωνούς στις μεγάλες πείνες του 1978 με τις χαμηλότερες, έως τότε θερμοκρασίες στην Ευρώπη;
Ποιος είπε ότι οι μνήμες είναι μόνο εικόνες; Μυρίζω ακόμη τον καφέ στην Αλεξάντερπλατς, στο Ανατολικό Βερολίνο, τις μέρες του Νοεμβρίου του 1989. Έμοιαζε με τον προάγγελο των παγκόσμιων αλλαγών που δεν μπορούσαμε καν να φανταστούμε όσοι βρεθήκαμε έστω και για λίγο εκεί σε δημοσιογραφική αποστολή.
Ο καφές , ο πραγματικός καφές ήταν μια πολυτέλεια για τους πολίτες της Ανατολικής Ευρώπης στα δύσκολα χρόνια των μεγάλων διατροφικών ελλείψεων. Αλλά ακόμη και αυτός που έφτανε από τη Νικαράγουα και τον πίναμε στη δεκαετία του ’80 στη Βουλγαρία, έδινε δύναμη, ιδιαίτερα όταν τον αναμίγνυαν με ένα είδος κόκα-κόλας δικιάς τους παρασκευής, φτιάχνοντας ένα πολύ δυνατό μίγμα. Τηρουμένων των αναλογιών, αυτό το μίγμα που απολάμβαναν τότε οι φίλοι Βούλγαροι, μου θύμιζε τον συνδυασμό τροφίμων όπως τα φασόλια και το ρύζι που παρέχει επαρκή πρωτεΐνη για να επιβιώσει κάποιος σε δύσκολους καιρούς.
Κάποιες εποχές ήταν και είναι πιο δύσκολες. Ή μοιάζουν με εφιάλτη. Όπως αυτός που περιγράφει ο Μark Devolder, αρθογράφος στο Los Alamos αναφερόμενος σε μία ενενηντάχρονη που επιβίωνε με γατοτροφή. «Στα παλαιά χρόνια της Αμερικής, οι άνθρωποι έτρωγαν καλαμπόκι και για πρωινό και για μεσημεριανό γεύμα και για δείπνο. Κι αυτοί ήταν τυχεροί που είχαν καλαμπόκι να φάνε. Εάν οι προμήθειες τροφίμων εξαντλούνταν την άνοιξη, μπορεί να μην υπήρχε καθόλου τροφή μέχρι να καλλιεργηθεί» γράφει στο άρθρο του στο οποίο επίσης θυμίζει την «κρίση της πατάτας» στην Ιρλανδία, όταν ο μεγάλος λιμός ανάγκαζε τα παιδιά να καταναλώνουν χόρτα «βάφοντας πράσινο το στόμα τους»…
Πηγή για έμπνευση από το άρθρο του MARK DEVOLDER στην εφημερίδα Los Alamos