Τα σπασμένα οστά και τα κατάγματα αποτελούν ένα από τα πιο συνηθισμένα περιστατικά κατά την παιδική ηλικία.
Τα παιδιά με χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D φαίνεται ότι αναρρώνουν πολύ πιο αργά από τραυματισμούς, όπως κατάγματα, σε σχέση με όσα έχουν επαρκή επίπεδα του συγκεκριμένου θρεπτικού συστατικού. Αυτή η πληροφορία είναι ιδιαίτερα σημαντική για την παιδοορθοπεδική περίθαλψη και για τη διασφάλιση της βέλτιστης επούλωσης μετά από τραυματισμούς.
Η βιταμίνη D είναι γνωστή εδώ και χρόνια ως ουσιαστικός παράγοντας για την καλή υγεία των οστών. Συμβάλλει στην απορρόφηση ασβεστίου, το οποίο είναι απαραίτητο για την ανάπτυξη και ενδυνάμωση των οστών, τόσο στα παιδιά όσο και στους ενήλικες. Χωρίς επαρκή βιταμίνη D, ο οργανισμός δεν μπορεί να απορροφήσει το ασβέστιο αποτελεσματικά, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε αδύναμα οστά και σε αυξημένο κίνδυνο καταγμάτων.
Αν και η συσχέτιση της βιταμίνης D με την υγεία των οστών ήταν ευρέως αναγνωρισμένη, μια νέα μελέτη που παρουσιάστηκε στο Εθνικό Συνέδριο & Έκθεση της Αμερικανικής Ακαδημίας Παιδιατρικής 2024, επικεντρώθηκε στην επούλωση των καταγμάτων και πώς η ανεπάρκεια της βιταμίνης D επηρεάζει τον χρόνο αποκατάστασης μετά από έναν τραυματισμό. Μέχρι πρότινος, δεν είχαν διερευνηθεί σε βάθος οι ακριβείς συνέπειες της έλλειψης αυτής της βιταμίνης στην ταχύτητα ανάρρωσης από κατάγματα στα παιδιά.
Ερευνητικά ευρήματα
Τα παιδιά με φυσιολογικά επίπεδα βιταμίνης D εμφάνισαν γρήγορη επούλωση, σε αντίθεση με εκείνα που είχαν ανεπάρκεια. Συγκεκριμένα, στα κατάγματα των ποδιών που δεν απαιτούσαν χειρουργική επέμβαση, τα παιδιά με έλλειψη βιταμίνης D χρειάστηκαν 20 επιπλέον ημέρες για την κλινική επούλωση σε σύγκριση με τους συνομηλίκους τους.
Ακόμη πιο σημαντική ήταν η διαφορά στην ακτινολογική επούλωση, δηλαδή στο χρόνο που χρειάστηκαν τα σημάδια του κατάγματος να εξαφανιστούν στις ακτινογραφίες. Στην ομάδα με έλλειψη βιταμίνης D, η πλήρης επούλωση στην ακτινογραφία καθυστέρησε κατά δύο μήνες σε σχέση με τα παιδιά που είχαν επαρκή επίπεδα βιταμίνης.
Ακόμα πιο σημαντικά ήταν τα ευρήματα για τα κατάγματα που χρειάστηκαν χειρουργική επέμβαση. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η κλινική επούλωση καθυστέρησε έναν επιπλέον μήνα στα παιδιά με χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D, ενώ η ακτινολογική επούλωση καθυστέρησε κατά σχεδόν τέσσερις μήνες.
Τα ευρήματα της μελέτης καταδεικνύουν τις σοβαρές συνέπειες που μπορεί να έχει η ανεπάρκεια βιταμίνης D στην ταχύτητα και ποιότητα της ανάρρωσης των παιδιών μετά από έναν τραυματισμό. Δεν πρόκειται απλώς για την πρόληψη των καταγμάτων μέσω της υγιούς ανάπτυξης των οστών, αλλά για τη δυνατότητα ταχύτερης επούλωσης όταν οι τραυματισμοί αυτοί συμβαίνουν.
Τα παιδιά με χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D δεν διατρέχουν μόνο μεγαλύτερο κίνδυνο τραυματισμού, αλλά όταν σπάσουν ένα οστό, μπορεί να αναρρώσουν πιο αργά, με πιθανές επιπλοκές. Η επιβράδυνση της διαδικασίας επούλωσης μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την ποιότητα ζωής τους, καθυστερώντας την επιστροφή τους στις κανονικές δραστηριότητες και αυξάνοντας τον κίνδυνο δευτερογενών τραυματισμών.
Με βάση αυτά τα ευρήματα, οι γονείς και οι επαγγελματίες υγείας πρέπει να δώσουν ιδιαίτερη προσοχή στη διατροφή των παιδιών και στα επίπεδα βιταμίνης D. Υπάρχουν δύο κύριες πηγές βιταμίνης D: Η διατροφή και η έκθεση στον ήλιο. Τα γαλακτοκομικά προϊόντα, όπως το γάλα, το τυρί και το γιαούρτι, είναι πλούσια σε βιταμίνη D. Επίσης, τα ψάρια, όπως ο σολομός και ο τόνος, καθώς και τα εμπλουτισμένα δημητριακά πρωινού, μπορούν να συμβάλλουν σημαντικά στην πρόσληψη αυτής της βιταμίνης.
Ωστόσο, η βιταμίνη D μπορεί επίσης να παραχθεί από το ανθρώπινο σώμα όταν εκτίθεται στο ηλιακό φως. Η έκθεση στο φως του ήλιου για τουλάχιστον 15-30 λεπτά καθημερινά μπορεί να ενισχύσει τα επίπεδα της βιταμίνης D.
Σε περιπτώσεις παιδιών με συχνά κατάγματα ή αργή επούλωση, είναι σημαντικό να γίνονται εξετάσεις για να διαπιστωθεί αν υπάρχει έλλειψη βιταμίνης D. Εάν διαπιστωθεί ανεπάρκεια, μπορούν να γίνουν διατροφικές παρεμβάσεις ή ακόμα και χορήγηση συμπληρωμάτων βιταμίνης D υπό την καθοδήγηση ειδικού.