Σε συνέδριο του British Nutrition Foundation αναφέρθηκαν παραδείγματα διατροφικών διακρίσεων που πλήττουν οικογένειες χαμηλών εισοδημάτων.
Γεμάτο στομάχι για τα παιδιά τους επιλέγουν οι μαμάδες ως απάντηση στις πληθωριστικές πιέσεις, βάζοντας αναγκαστικά την ποιότητα των τροφίμων σε δεύτερη μοίρα. Αυτό αποτελεί μόνο ένα από όλα τα σημαντικά επιστημονικά στοιχεία που παρουσιάστηκαν σε συνέδριο του British Nutrition Foundation στο Λονδίνο στις 15 Νοεμβρίου, αναφέρει ο ιστότοπος Food and Drink Technology.
Όπως όλοι γνωρίζουμε, η ακρίβεια δεν περιορίζεται στη Μεγάλη Βρετανία, αλλά στην πραγματικότητα αποτελεί ένα φαινόμενο διαρκώς εξαπλούμενο στις περισσότερες χώρες του κόσμου. Βασικά είδη που κάποτε συντηρούσαν μια οικογένεια τώρα οι γονείς σκέφτονται δύο και τρεις φορές πριν τα βάλουν στο καλάθι του σουπερμάρκετ.
Μεταβλητές όπως η υπερβολική πρόσβαση σε φθηνά καταστήματα τροφίμων και η έλλειψη δωρεάν πρόσβασης σε σχολικά γεύματα παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση μιας διατροφικής ανισότητας, η οποία ήταν το θέμα του συνεδρίου της περασμένης εβδομάδας.
Τα τελευταία κυβερνητικά στοιχεία δείχνουν ότι περισσότερα από τέσσερα εκατομμύρια παιδιά ζουν σε συνθήκες φτώχειας σε ολόκληρο το Ηνωμένο Βασίλειο ως αποτέλεσμα της λιτότητας, της πανδημίας και τώρα της συνεχιζόμενης και αυξανόμενης κρίσης του κόστους ζωής.
Η ανεπαρκής πρόσβαση σε θρεπτικά τρόφιμα αποτελεί βασικό στοιχείο για τον προσδιορισμό της φτώχειας ή της επισιτιστικής ανασφάλειας, με τα παιδιά να βρίσκονται στο επίκεντρό αυτής και τους γονείς να πρέπει να διαλέξουν αν φέτος θα ταΐσουν ή θα ζεστάνουν τα παιδιά τους, αφού και το κόστος ενέργειας αυξάνεται διαρκώς.
Μια μελέτη που διεξήχθη από την καθηγήτρια Julie Brannen και την καθηγήτρια Rebecca O’Connell και παρουσιάστηκε στο συνέδριο διαπίστωσε ότι οι μισοί γονείς που ζούσαν σε νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος προστατεύουν τα παιδιά τους από την επισιτιστική ανασφάλεια περιορίζοντας τη δική τους πρόσληψη τροφής ή παραλείποντας γεύματα.
Χαρακτηριστικά, τα τρία τέταρτα των μαμάδων που συμμετείχαν στη μελέτη δήλωσαν ότι αγόραζαν ή ετοίμαζαν γεύματα που ήταν περισσότερο χορταστικά παρά θρεπτικά, όπως για παράδειγμα γεύματα με οικονομικούς υδατάνθρακες, ζυμαρικά ή ρύζι.
Αν και αυτό αποτελεί μια προσωρινή λύση στο πρόβλημα, στην πραγματικότητα η εξάρτηση από υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη και λιπαρά επιδεινώνει το πρόβλημα της διατροφικής ανισότητας στους νέους και τα παιδιά, απομακρύνοντάς τα παράλληλα από την ανάπτυξη υγιεινών διατροφικών συνηθειών.
Να σημειωθεί σε αυτό το σημείο ότι στη Μεγάλη Βρετανία, σε αντίθεση με την Ελλάδα, τα σχολικά γεύματα είναι πιο διαδεδομένα. Αλλά ακόμα και έτσι, η μελέτη των Brannen και O’Connell έδειξε πως μόνο τα μισά παιδιά που προέρχονταν από νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος δικαιούνταν δωρεάν σχολικά γεύματα. Πολλά από αυτά τα παιδιά είπαν ότι τα επιδόματα δεν ήταν αρκετά για να φάνε επαρκώς και ότι ένιωθαν αμήχανα για τις μικρότερες μερίδες που μπορεί να λάβουν σε σύγκριση με τους συμμαθητές τους που πλήρωναν.
Και αυτό είναι μόνο ένα από τα παραδείγματα διακρίσεων στις οποίες υπόκεινται τα παιδιά οικογενειών με χαμηλά εισοδήματα. Επειδή, όμως, η ακρίβεια και ο πληθωρισμός είναι από μόνα τους πιεστικά για τις οικογένειες, είναι απαραίτητο το κράτος να στέκεται περισσότερο ενεργά και έμπρακτα στο πλευρό τους περισσότερο από ποτέ. Γιατί οι διακρίσεις δεν πρέπει να γίνονται αποδεκτές ούτε στη διατροφή.