Το μεγάλο πρόβλημα με την αύξηση των τιμών στα τρόφιμα, παγκοσμίως, σε σύγκριση με προηγούμενες περιόδους ακρίβειας, είναι η μεγάλη διάρκεια του πληθωρισμού – Μέσα στο 2023 μπορεί οι θάνατοι από ασιτία και πείνα να φτάσουν το 1 εκατομμύριο.
Της Χριστίνας Κοψίνη
- Ενδείξεις και Αναλύσεις επιμένουν πως οι υψηλότερες τιμές ήλθαν για να μείνουν.
Οι τιμές των τροφίμων στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 15 ετών και κάτι παρόμοιο συμβαίνει σχεδόν σε όλες τις χώρες του κόσμου. Με αφορμή αυτήν την εξέλιξη, άρθρο του ηλεκτρονικού περιοδικού Conversation τεκμηριώνει την πιο δυσοίωνη πρόβλεψη για δραματικές επιπτώσεις από την ενεργοποίηση ενός σπιράλ που οδηγεί τις υψηλές τιμές στα λιπάσματα σε συνδυασμό με τις χαμηλότερες αποδόσεις χρήσης τους σε ακόμη μεγαλύτερη αύξηση του κόστους των τροφίμων.
Ο συντάκτης του άρθρου επαναδημοσιεύοντας στοιχεία πρόσφατης μελέτης στο Nature Food, υποστηρίζει ότι οι νέες, εντός του ’23, αυξήσεις τιμών θα οδηγήσουν πολλούς ανθρώπους σε φτωχότερη διατροφή με αποτέλεσμα να αυξηθούν κατά ένα εκατομμύριο οι θάνατοι και κατά 100 εκατομμύρια οι υποσιτισμένοι.
Το πού, είναι εύκολα προβλέψιμο: Η Υποσαχάρια , η Βόρεια Αφρική και η Μέση Ανατολή, είναι οι περιοχές που κινδυνεύουν ιδιαίτερα καθώς οι εκεί πληθυσμοί δεν αντέχουν το κόστος των τροφίμων που απαιτείται για μια υγιεινή διατροφή.
Γιατί; Διότι το κόστος των γεωργικών εισαγωγών και οι περιορισμοί στις εξαγωγές είναι πιθανό να αυξήσουν το κόστος των τροφίμων το 2023 κατά 60-100% έναντι των επιπέδων του ’21. Να πώς δυνητικά αυτή η αύξηση κόστους, μπορεί να οδηγήσει σε υποσιτισμό 61-107 εκατομμύρια ανθρώπους προσθέτοντας 416.000 έως 1.01 εκατ. θανάτους.
Κι αυτή η ζοφερή πρόβλεψη δεν οφείλεται μόνο στις μειώσεις εξαγωγών σίτου και άλλων πρώτων υλών από την Ουκρανία και τη Ρωσία. Αυτές οι μειώσεις, αποδεικνύονται σήμερα μικρότερης σημασίας. Το μεγάλο πρόβλημα εντοπίζεται πλέον στην διάρκεια. Σε αντίθεση με προηγούμενες περιόδους ανόδου των τιμών ,τώρα οι τσουχτερές τιμές στα τρόφιμα ενδέχεται να διαρκέσουν. Αυτό θα μπορούσε να είναι το τέλος μιας εποχής φθηνού φαγητού. Είναι χαρακτηριστική και η πρόσφατη έρευνα της Παγκόσμιας Τράπεζας στην οποία αναφέρεται ότι το 42% των νοικοκυριών παγκοσμίως δεν είχαν τη δυνατότητα υγιεινής διατροφής τις τελευταίες 30 ημέρες.
Αναστάτωση στις αγορές τροφίμων και λιπασμάτων
Κάνοντας μία αναδρομή στην εξέλιξη των τιμών, διαπιστώνουμε ότι από τον Ιανουάριο του 2021 έως και τα τέλη του 2022, η τιμή του καλαμποκιού αυξήθηκε κατά 29%, παγκοσμίως, και του σιταριού κατά 34%. Κατ’ επέκταση, η έκρηξη τροφοδότησε τον πληθωρισμό στις τιμές των τροφίμων. Στο Ηνωμένο Βασίλειο ο ετήσιος πληθωρισμός τον Δεκέμβριο του 2022 έκλεισε στο 16,8% και η χώρα κατέγραψε το υψηλότερο επίπεδο ακρίβειας τα τελευταία 15 ετη. Φαινόμενο το οποίο, φυσικά, δεν αφορά μόνο το ΗΒ αλλά όλον τον κόσμο.
Ενώ το κόστος του σιταριού είναι μόνο ένα μέρος του κόστους του ψωμιού, στο Ηνωμένο Βασίλειο η μέση τιμή ενός μεγάλου ψωμιού ολικής αλέσεως αυξήθηκε από £1,09 στην αρχή του έτους σε £1,31 στο τέλος. Εάν ο ρυθμός πληθωρισμού συνεχιστεί μέχρι το 2023, αυτό το καρβέλι θα κόστιζε 1,57 £.
Οι περιορισμοί εξαγωγών αντιπροσωπεύουν μόνο ένα μικρό κλάσμα των προσομοιωμένων αυξήσεων των τιμών. Η διακοπή των εξαγωγών από τη Ρωσία και την Ουκρανία θα αύξανε το κόστος των τροφίμων το 2023 κατά 2,6%, ενώ οι αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας και των λιπασμάτων θα προκαλούσαν αύξηση 74%.
Επίσης, χωρίς λιπάσματα χρειάζεται περισσότερη γεωργική γη για την παραγωγή τροφίμων σε όλο τον κόσμο. Μέχρι το έτος 2030 αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε επέκταση της προς εκμετάλλευση γης κατά 200 εκατομμύρια εκτάρια, μια έκταση όσο το μεγαλύτερο μέρος της Δυτικής Ευρώπης – (Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Ιρλανδία, Ιταλία, Ολλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία συν το Ηνωμένο Βασίλειο μαζί). Κι αυτό θα σήμαινε πολύ περισσότερη αποψίλωση δασών, εκπομπές άνθρακα και τεράστια απώλεια βιοποικιλότητας.
Είναι προφανές ότι τις επιπτώσεις του υψηλότερου κόστους των τροφίμων όλοι τις διαπιστώνουν, όμως οι φτωχότεροι είναι αυτοί που θα πληγούν περισσότερο.
Είναι η επιδότηση της τιμής των λιπασμάτων η λύση;
Η επιδότηση λιπασμάτων μπορεί να φαίνεται η προφανής λύση σε ένα πρόβλημα που δημιουργείται σε μεγάλο βαθμό από το υψηλό κόστος των λιπασμάτων. Ωστόσο, οι επιδοτήσεις, το μόνο που ίσως επιτύχουν μεσομακροπρόθεσμα είναι να συντηρήσουν ένα σύστημα διατροφής που οδήγησε την κοινωνία σε επιδημία παχυσαρκίας, όπως υποστηρίζει το άρθρο του the conversation, δημιούργησε εκατομμύρια υποσιτισμένους, ενώ συμβάλλει στην κλιματική αλλαγή η οποία συνεχίζει να αποτελεί την κύρια αιτία για την απώλεια της βιοποικιλότητας.
Επομένως, προκρίνονται ενέργειες στοχευμένες. Τέτοιες που να διασφαλίζουν ότι τα υγιεινά και θρεπτικά τρόφιμα είναι οικονομικά προσιτά για όλους.
Πηγή: Τhe conversation