Το επιστημονικό πείραμα σε ενήλικα άτομα που διατρέχουν κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών νοσημάτων
Επιστήμονες του Πανεπιστημίου της Φλόριντα, στις ΗΠΑ, διεξήγαγαν πείραμα για να διερευνήσουν τις καρδιομεταβολικές επιδράσεις του έξτρα παρθένου ελαιολάδου στο πλαίσιο μιας ολικής, φυτικής χορτοφαγικής διατροφής. Η έκθεση της δοκιμής δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Journal of the American Heart Association.
Ο ανθυγιεινός τρόπος ζωής, συμπεριλαμβανομένων των κακών διατροφικών συνηθειών και της σωματικής αδράνειας, είναι η κύρια αιτία των καρδιομεταβολικών νοσημάτων παγκοσμίως. Οι φυτικές δίαιτες, συμπεριλαμβανομένων των μεσογειακών και των χορτοφαγικών ή vegan, έχουν δείξει πολλά υποσχόμενα αποτελέσματα στη μείωση του καρδιομεταβολικού κινδύνου. Και τα δύο διατροφικά πρότυπα επικεντρώνονται στη μείωση των κορεσμένων λιπαρών και στην αύξηση της πρόσληψης φρούτων, λαχανικών και δημητριακών ολικής αλέσεως.
Η μεσογειακή διατροφή επικεντρώνεται επίσης στην κατανάλωση φυτικών τροφών. Ωστόσο, αυτή η δίαιτα συνιστά το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο (EVOO) ως κύρια πηγή διαιτητικού λίπους, με μέτρια κατανάλωση θαλασσινών, πουλερικών και γαλακτοκομικών προϊόντων και χαμηλή πρόσληψη κόκκινου κρέατος και ζωικών λιπών. Η διαιτητική πρόσληψη λίπους από φυτικά έλαια μπορεί να φτάσει το 35% έως 40% της ενεργειακής πρόσληψης στη μεσογειακή δίαιτα.
Για να συγκρίνουν τις καρδιομεταβολικές επιδράσεις του έξτρα παρθένου ελαίου στο πλαίσιο μιας χορτοφαγικής δίαιτας χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά, με προϊόντα ολικής αλέσεως, οι επιστήμονες του Πανεπιστημίου της Φλόριντα σχεδίασαν μια τυχαιοποιημένα διασταυρούμενη δοκιμή με την ονομασία «The Recipe for Heart Health trial».
Στη μελέτη συμμετείχαν 40 ενήλικες ηλικίας 18 έως 79 ετών με 5% ή υψηλότερο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου στους οποίους ανατέθηκε τυχαία να ακολουθήσουν ένα από τα δύο διατροφικά σχήματα.
Το ένα διατροφικό μοτίβο περιλάμβανε τέσσερις κουταλιές της σούπας άψητο έξτρα παρθένο ελαιόλαδο την ημέρα (δίαιτα με υψηλή περιεκτικότητα σε ΕΒΟΟ) και το άλλο περιλάμβανε λιγότερο από ένα κουταλάκι του γλυκού την ημέρα (δίαιτα με χαμηλή περιεκτικότητα σε ΕΒΟΟ). Οι συμμετέχοντες ακολούθησαν εναλλάξ αυτά τα δύο διατροφικά μοτίβα για τέσσερις εβδομάδες, με ενδιάμεση περίοδο αποχής μιας εβδομάδας.
Η ηλικία, το φύλο και οι μεταβολές του σωματικού βάρους των συμμετεχόντων ελήφθησαν υπόψη στην ανάλυση ως συνδιακυμάνσεις για να προσδιοριστούν οι επιδράσεις των δύο διατροφικών προτύπων.
Η μέτρηση των επιπέδων μεταβολιτών στο αίμα μετά από κάθε περίοδο 4 εβδομάδων έδειξε ότι και τα δύο διατροφικά πρότυπα προκάλεσαν σημαντική μείωση του επιπέδου της LDL-C στο αίμα, χωρίς σημαντικές διαφορές μεταξύ της δίαιτας με υψηλή περιεκτικότητα σε EVOΟ και της δίαιτας με χαμηλή περιεκτικότητα σε EVOΟ. Και τα δύο διατροφικά πρότυπα προκάλεσαν επίσης συγκρίσιμες μειώσεις στα επίπεδα της ολικής χοληστερόλης, της απολιποπρωτεΐνης Β, της λιποπρωτεΐνης-χοληστερόλης υψηλής πυκνότητας (HDL-C), της γλυκόζης και της υψηλής ευαισθησίας C-αντιδρώσας πρωτεΐνης (CRP) σε σύγκριση με τις αρχικές τιμές.
Οι αναλύσεις ευαισθησίας αποκάλυψαν ότι η δίαιτα χαμηλής περιεκτικότητας σε EVOO προκάλεσε σημαντικά υψηλότερη μείωση των επιπέδων LDL-C από τη δίαιτα υψηλής περιεκτικότητας σε EVOO κατά την πρώτη περίοδο 4 εβδομάδων, η οποία μειώθηκε κατά τη δεύτερη περίοδο 4 εβδομάδων.
Η δίαιτα με χαμηλή περιεκτικότητα σε EVOO προκάλεσε επίσης σημαντικά υψηλότερη μείωση της ολικής χοληστερόλης, της HDL-C, της απολιποπρωτεΐνης Β και των επιπέδων γλυκόζης από ό,τι η δίαιτα με υψηλή περιεκτικότητα σε EVOO κατά την πρώτη περίοδο των 4 εβδομάδων.
Διαφορές στα επίπεδα της LDL-C μεταξύ των δύο διαιτών παρατηρήθηκαν ανάλογα με το ποια δίαιτα ακολουθήθηκε πρώτα. Ενώ η ακολουθία της δίαιτας από υψηλή σε χαμηλή EVOO προκάλεσε σημαντική μείωση των επιπέδων της LDL-C, παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση για την ακολουθία της δίαιτας από χαμηλή σε υψηλή EVOO.
Η διατροφική ακολουθία από χαμηλή σε υψηλή EVOO προκάλεσε επίσης σημαντική αύξηση των επιπέδων ολικής χοληστερόλης, HDL-C και γλυκόζης.
Όσον αφορά τις ανθρωπομετρικές μετρήσεις, και τα δύο διατροφικά σχήματα προκάλεσαν σημαντική μείωση του σωματικού βάρους. Ωστόσο, η μείωση ήταν σημαντικά εντονότερη κατά τη διάρκεια της περιόδου διατροφής με χαμηλή περιεκτικότητα σε EVO
Η σημασία της μελέτης
Τα ευρήματα της μελέτης αποκαλύπτουν ότι τόσο η υψηλή όσο και η χαμηλή πρόσληψη EVOO σχετίζεται με μείωση των επιπέδων LDL-C στο αίμα, παρά το γεγονός ότι η συνολική πρόσληψη λίπους αποτελεί το 48% και το 32% της συνολικής ενέργειας κατά τη διάρκεια των περιόδων διατροφής με υψηλή και χαμηλή πρόσληψη EVOO, αντίστοιχα.
Η δίαιτα χαμηλής EVOO που χρησιμοποιήθηκε στη μελέτη έδειξε μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στη μείωση των επιπέδων της LDL-C από ό,τι η δίαιτα υψηλής EVOO. Τα ευρήματα της μελέτης υπογραμμίζουν επίσης ότι η προσθήκη EVOO μετά την ακολουθούμενη χαμηλή πρόσληψη μπορεί να εμποδίσει την περαιτέρω μείωση των επιπέδων της LDL-C.
Τα κορεσμένα λιπαρά οξέα είναι γνωστό ότι ρυθμίζουν προς τα κάτω τη δραστηριότητα του ηπατικού υποδοχέα LDL, η οποία επάγει τα επίπεδα της LDL-C στην κυκλοφορία. Η πρόσληψη κορεσμένων λιπαρών κατά τη διάρκεια της περιόδου διατροφής με υψηλή περιεκτικότητα σε EVOO ήταν ελαφρώς υψηλότερη από εκείνη κατά τη διάρκεια της περιόδου με χαμηλή περιεκτικότητα σε EVOO. Αυτό θα μπορούσε να είναι ένας λόγος πίσω από την παρατηρούμενη διαφορά στα επίπεδα της LDL-C μεταξύ της δίαιτας υψηλής και χαμηλής-EVOO.
Επιπλέον, κατά τη διάρκεια της περιόδου της δίαιτας χαμηλής-EVOO, τα μη εξευγενισμένα ολικά φυτικά λιπαρά, όπως το αβοκάντο, οι ξηροί καρποί, οι σπόροι και οι ελιές, αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος του διατροφικού λίπους. Αυτός ο τύπος διαιτητικού λίπους διατηρεί εγγενείς διαιτητικές ίνες και άθικτα φυτοχημικά, που είναι γνωστό ότι έχουν χοληστερομειωτικές και καρδιοπροστατευτικές επιδράσεις.
Οι ερευνητές σημείωσαν ότι αν και οι δύο δίαιτες βελτίωσαν τα προφίλ καρδιομεταβολικού κινδύνου, η δίαιτα με χαμηλή περιεκτικότητα σε ΕVΟΟ είχε πιο έντονη επίδραση στη μείωση των επιπέδων της LDL-C, ιδίως όταν ακολουθήθηκε πρώτη. Όπως ανέφεραν οι επιστήμονες, απαιτούνται μελλοντικές μελέτες για τον προσδιορισμό των μακροπρόθεσμων καρδιομεταβολικών οφελών των διατροφικών παρεμβάσεων με χαμηλή περιεκτικότητα σε EVOO.
Συνολικά, ωστόσο, η μελέτη υποδεικνύει ότι μια δίαιτα ολικής αλέσεως, με χαμηλά επίπεδα EVOO μπορεί να είναι ευεργετική για τη βελτίωση της καρδιομεταβολικής υγείας σε ενήλικα άτομα που διατρέχουν κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών νοσημάτων.