Όταν πληρώνουμε για… προϊόντα και υπηρεσίες “αέρα κοπανιστό”, που υπόσχονται να φθάσουμε στο βέλτιστο εαυτό μας.
Το wellbeing είναι πλέον μία από τις πιο προσοδοφόρες επιχειρήσεις παγκοσμίως. Και δυστυχώς αρκετές φορές πληρώνουμε για προϊόντα και υπηρεσίες – «αέρα κοπανιστό» – που έχουν ένα εξαιρετικό marketing αλλά υστερούν στην πραγματικότητα, σε ποιότητα και ωφέλεια για τον άνθρωπο.
Πώς θα ξεχωρίσουμε λοιπόν αν αυτές οι μέθοδοι και οι υπηρεσίες που σχεδιάστηκαν για να μας βοηθήσουν να φτάσουμε στο “βέλτιστο” εαυτό μας, δεν είναι “άνθρακας”; Και πώς θα διασώσουμε, ταυτόχρονα, τις κλινικά αναγνωρισμένες, εμπειρικά υποστηριζόμενες προσεγγίσεις για τη θεραπεία ή τη βελτίωση της σωματικής και ψυχικής υγείας μας από την ψευδοεπιστημονική λαίλαπα που προβάλλεται παντού;
Ο Δρ Jonathan Stea, κλινικός ψυχολόγος και επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Κάλγκαρι, μας δίνει κάποιες συμβουλές…
Γιατί η ψευδοεπιστήμη στη βιομηχανία ευεξίας κάνει κακό;
Εάν έχετε βιώσει ποτέ κατάθλιψη, άγχος ή οποιαδήποτε άλλη σχετική πάθηση, τότε μπορείτε να καταλάβετε πόσο δύσκολη γίνεται η ζωή όταν η ψυχική σας υγεία είναι χάλια. Τα καθημερινά εμπόδια γίνονται δύσκολες δοκιμασίες και αποσυρόμαστε όλο και περισσότερο από τα χόμπι, τους φίλους και τα αγαπημένα μας πρόσωπα. Και, δυστυχώς, ο δρόμος προς την ανάκαμψη μπορεί να πάρει χρόνο. Αυτή ακριβώς είναι η στιγμή που μπορούμε να γίνουμε πιο επιρρεπείς σε ψεύτικους ισχυρισμούς – ειδικά αν είμαστε απελπισμένοι για ένα γρήγορο αποτέλεσμα.
Την τελευταία δεκαετία, η βιομηχανία ευεξίας έχει διογκωθεί σε σημείο που εκτιμάται ότι μπορεί να φτάσει ακόμη και τα 8,5 τρισεκατομμύρια δολάρια έως το 2027, στις ΗΠΑ. «Η ψευδοεπιστήμη είναι επιβλαβής με τουλάχιστον τρεις τρόπους. Αρχικά μπορεί να περιλαμβάνει πρακτικές που δεν λειτουργούν και επιδεινώνουν τα συμπτώματα ψυχικής υγείας των ασθενών, ή ακόμη και τον σκοτώνουν. Κατά δεύτερον, αφαιρεί χρόνο και χρήμα από τους ανθρώπους, οι οποίοι όταν είναι συναισθηματικά ευάλωτοι είναι και οικονομικά πιο εύκολα εκμεταλλεύσιμοι. Και τρίτον, η ψευδοεπιστήμη δημιουργεί προβλήματα στην κοινωνία γενικότερα, ειδικά όταν πρόκειται για την εμπιστοσύνη του κοινού στην επιστήμη ως θεσμό και στους επιστήμονες ως άτομα», εξηγεί ο Stea.
Αν και η παραπληροφόρηση στη βιομηχανία υγείας δεν είναι καθόλου νέα, έχει σημειωθεί μια σαφής αύξηση από την πανδημία COVID-19 και μετά. Αυτή η κατάσταση έχει επιδεινωθεί από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία συχνά πολλαπλασιάζουν ψευδείς ισχυρισμούς.
Πώς εντοπίζουμε την παραπληροφόρηση και την ψευδοεπιστήμη;
Το πρόβλημα με τον εντοπισμό της ψευδοεπιστήμης είναι ότι, μερικές φορές, μπορεί να φαίνεται πολύ πειστική. Σαν ένας δούρειος ίππος που περιέχει θεραπευτικούς κρυστάλλους, οι επαγγελματίες της ψευδοεπιστήμης τυλίγουν τις ιστορίες τους με επιστημονική ορολογία για να ακούγονται εντυπωσιακοί και αξιόπιστοι.
Ο Stea εντόπισε σημεία που μπορούν να βοηθήσουν στον εντοπισμό της πιθανότητας να έχει κάποιος να κάνει με κάτι κακόβουλο. Για παράδειγμα, αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει την υπερβολική χρήση της «ad hoc υπόθεσης», που εξηγεί τα αρνητικά αποτελέσματα. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει δηλώσεις όπως “Ω, δεν λειτούργησε γιατί δεν πίστευες αρκετά“.
Ένα άλλο σημείο είναι το αντίστροφο βάρος απόδειξης, σύμφωνα με το οποίο το άτομο που λαμβάνει μια δήλωση αναμένεται να αποδείξει ότι κάνει λάθος. Αυτό συνήθως διατυπώνεται ως κάτι σαν «Αποδείξε μου ότι το να βάζω καφέ στον πρωκτό μου δεν είναι καλό για μένα».
Ομοίως, οποιαδήποτε πρακτική ή θεραπεία που αποφεύγει τη διαδικασία αξιολόγησης ή βασίζεται αποκλειστικά σε περιπτώσεις επιβεβαίωσης, κυρίως από ανέκδοτες αναφορές – «Έχω έναν φίλο φίλου που πραγματικά ωφελήθηκε από την κρυσταλλική θεραπεία» – τότε πιθανότατα έχετε να κάνετε με ψευδοεπιστήμη.