Επιστημονική ανασκόπηση εξέτασε πως επιδρούν τα θρεπτικά συστατικά στη σωματική και πνευματική εξάντληση.
Η κούραση είναι ένα από τα κοινά παράπονα στην καθημερινή ζωή, επηρεάζοντας αρνητικά την εργασιακή απόδοση, την οικογενειακή ζωή και τις κοινωνικές σχέσεις, μειώνοντας το επίπεδο της ποιότητας ζωής. Η κόπωση μπορεί να θεωρηθεί ως μια αίσθηση εξάντλησης ή δυσκολίας στην εκτέλεση πνευματικών ή σωματικών δραστηριοτήτων, η οποία συχνά δεν ανακτάται μετά από μια περίοδο ανάπαυσης.
Οι ασθενείς με κόπωση συνήθως αναφέρουν έλλειψη ενέργειας, πνευματική εξάντληση, κακή μυϊκή αντοχή, καθυστερημένη ανάκαμψη μετά από σωματική καταπόνηση και μη αποτελεσματικό ύπνο. Ενώ δεν μπορεί να εντοπιστεί παθολογία στο ένα τρίτο των περιπτώσεων κόπωσης, η φυσιολογική κόπωση, που χαρακτηρίζεται από ανισορροπία στις ρουτίνες της άσκησης, του ύπνου, της διατροφής ή άλλων δραστηριοτήτων που δεν σχετίζονται με μια υποκείμενη ιατρική πάθηση, είναι πιο συχνή σε εφήβους και ηλικιωμένους και ανακουφίζεται με ανάπαυση. Ωστόσο, η χρόνια κόπωση, που χαρακτηρίζεται από έντονη σωματική και πνευματική κόπωση άγνωστης αιτίας, δεν ανακουφίζεται με ανάπαυση και διαρκεί περισσότερο από έξι μήνες.
Η διαχείριση της κόπωσης είναι πολύπλοκη και απαιτεί πολυτροπική θεραπευτική προσέγγιση. Η σταδιακή σωματική άσκηση μαζί με τη γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία, παραμένουν οι πιο κοινές προσεγγίσεις.
Επιστημονική ανασκόπηση Αυστραλών επιστημόνων που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Nutrients του mdpi στην ενότητα Μικροθρεπτικά συστατικά και ανθρώπινη υγεία ανέλυσε μελέτες σχετικά με την επίδραση βιταμινών μετάλλων και άλλων θρεπτικών συστατικών στην κόπωση.
Συνολικά, οι συμπεριλαμβανόμενες μελέτες διερεύνησαν την από του στόματος ή παρεντερική χορήγηση θρεπτικών ουσιών όπως το συνένζυμο Q10, την L-καρνιτίνη, τον ψευδάργυρο, τη μεθειονίνη, το δινουκλεοτίδιο νικοτιναμίδης αδενίνης (NAD) και τις βιταμίνες C, D και B.
Συμπερασματικά, τα αποτελέσματα της βιβλιογραφικής ανασκόπησης δείχνουν ότι αυτά τα θρεπτικά συστατικά έχουν δυνητικά σημαντικά οφέλη στη μείωση της κόπωσης σε υγιή άτομα καθώς και σε άτομα με χρόνιες ασθένειες, τόσο όταν λαμβάνονται από το στόμα όσο και παρεντερικά.
Για να διαβάσετε ολόκληρη τη μελέτη πατήστε ΕΔΩ.