Το αλάτι δίνει άλλη νοστιμιά στο φαγητό και παρά το γεγονός ότι είναι γνωστό πως δεν κάνει καλό στην υγεία, πόσο μάλιστα, άμα ξεφεύγουμε στις ποσότητες, λίγοι μπορούν να αντισταθούν στον πειρασμό.
Σύμφωνα με την έρευνα SALTS (Sodium Alternatives and Long – Term Solution, δηλαδή εναλλακτικές λύσεις νατρίου και μακροπρόθεσμες λύσεις) που διενεργήθηκε παγκοσμίως, οι καταναλωτές έχουν ιδιαίτερη αδυναμία στο αλάτι και η συντριπτική πλειοψηφία δε δείχνει διατεθειμένη να αλλάξει συνήθειες.
Ενδεικτικά είναι τα αποτελέσματα έρευνας στη Βρετανία όπου μόνο ένας στους τρεις (32%) ελέγχει πραγματικά πόσο καταναλώνει, ενώ μόνο ένας στους τέσσερις (26%) ψάχνει όντως τρόφιμα με χαμηλή περιεκτικότητα σε αλάτι.
Ο καθηγητής Matthew Bailey και η ομάδα του στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου κατάφεραν να καταλάβουν γιατί το αλάτι είναι δημοφιλές και πώς μπορούμε να ελέγξουμε την όρεξή μας για αλάτι.
Η ομάδα ανακάλυψε ότι ορισμένοι νευρώνες στον εγκέφαλο είναι σε θέση να ελέγχουν τόσο την επιθυμία μας για κατανάλωση αλατιού όσο και το πώς αλλάζει η αρτηριακή μας πίεση ως απόκριση και αυτό είναι και το κλειδί για να ελέγξουμε την επιθυμία μας για αλάτι, σύμφωνα με την εταιρεία Ajinomoto Group που διεξήγαγε την έρευνα. Εντοπίστηκε ένα συγκεκριμένο γονίδιο που μπορεί να περιορίσει την επίδραση των ορμονών που μπορούν να οδηγήσουν αυτή την παρόρμηση.
Η έρευνα αποκαλύπτει περαιτέρω ότι οι Βρετανοί κατατάσσουν την κατανάλωση αλατιού στην όγδοη θέση μεταξύ των δέκα πιο σημαντικών διατροφικών απαιτήσεων παρά τις σημαντικές επιπτώσεις στην υγεία μιας δίαιτας υψηλής περιεκτικότητας σε νάτριο, δίνοντας προτεραιότητα στην ποσότητα φρούτων και λαχανικών που καταναλώνουν (με ποσοστά 46% & 52% αντίστοιχα) και στα επίπεδα ζάχαρης (50%).
Όσον αφορά την επιλογή των τροφίμων, η γεύση είναι ο κορυφαίος παράγοντας για το 84% των καταναλωτών, ακολουθούμενη από το κόστος (59%) και την υγεία ή τη θρεπτική αξία (53%), η οποία έχει επίσης σημαντικά χαμηλότερο ποσοστό από τον παγκόσμιο μέσο όρο του 67%. Επιπλέον, η μελέτη διαπίστωσε ότι το 31% των Βρετανών δίνει προτεραιότητα στις περιβαλλοντικές επιπτώσεις ή την τοπική παραγωγή όσον αφορά τις διατροφικές επιλογές τους.