Του Γιάννη Ζαμπετάκη*
Ένα ενδιαφέρον άρθρο που διάβασα στο cibum.gr την περασμένη εβδομάδα, μιλούσε για τα οικοσυστήματα και τους πληθυσμούς των αλλιευμάτων στην Ελλάδα (ερευνητική δουλειά του καθηγητή του εργαστηρίου Άγριας Πανίδας και Ιχθυοπονίας Γλυκέων Υδάτων στο τμήμα Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) Αντώνιου Κοκκινάκη).
Από το 1960 και μετά, η ετήσια κατανάλωση ψαριών είναι διπλάσια σε σχέση με την αύξηση του πληθυσμού σε παγκόσμιο επίπεδο, με την κατά κεφαλή ετήσια κατανάλωση να υπερβαίνει τα 20 κιλά. Αντίστοιχα ανοδική πορεία ακολουθεί και η ετήσια κατά κεφαλήν κατανάλωση αλιευμάτων στην Ελλάδα, που σήμερα διαμορφώνεται στα 22-23 κιλά, από πέντε κιλά προ 20ετίας. Μάλιστα, στην αλιευτική προσπάθεια για να καλυφθούν οι υψηλές ανάγκες των καταναλωτών, τριπλασιάστηκαν οι αλιευτικοί στόλοι, «με τους ψαράδες να ψαρεύουν πολλά περισσότερα ψάρια απ’ αυτά που οι θάλασσες μπορούν να αντέξουν να απολέσουν».
Με άλλα λόγια, θα πρέπει να βρούμε άλλες πηγές αλλιευμάτων και μια από αυτές είναι η ιχθυοκαλλιέργεια η οποία ανθεί στην χώρα μας. Το 2014, ήταν μια ιστορική χρονιά: τότε για πρώτη φορά σε παγκόσμιο επίπεδο, τα κιλά των ψαριών που καταναλώσαμε από ιχθυκαλλιέργεια ξεπέρασαν τα κιλά των άγριων ψαριών (από τις θάλασσες). Και αυτή η τάση θα συνεχιστεί.
Θα πρέπει να βρούμε, λοιπόν, τρόπους πώς να κάνουμε την ιχθυοκαλλιέργεια πιο βιώσιμη και πιο φιλική προς το περιβάλλον.
Ένας τέτοιος τρόπος είναι να μειώσουμε την ποσότητα ιχθυελαίων που χρησιμοποιούνται για ιχθυοτροφές. Η ερευνητική μας ομάδα έχει βρει τρόπο να αξιοποιήσει τον ελαιοπυρήνα (κατσίγαρο) (παραπροϊόν της ελαιουργίας στην Ελλάδα) και να τον χρησιμοποιήσει για την παραγωγή τσιπούρας και λαβρακίου, σε συνεργασία με κορυφαία εταιρεία ιχθυοκαλλιέργειας στην Ελλάδα. Αυτή η in vitro μελέτη υπογράμμισε ότι η συμπερίληψη του ελαιοπυρήνα στις ιχθυοτροφές βελτιώνει τη θρεπτική αξία τόσο της ιχθυοτροφής όσο και των ψαριών, πιθανώς εμπλουτίζοντας το θαλάσσιο λιπιδικό προφίλ της τσιπούρας (Sparus aurata ) με συγκεκριμένες βιοδραστικές λιπιδικές ενώσεις φυτικής προέλευσης. Ακολούθως θα μπορούσε να αυξήσει και την εμπορική αξία των ιχθυοτροφών και κατά συνέπεια αυτών των ψαριών υδατοκαλλιέργειας.