Γιατί έλαβε χαμηλή βαθμολογία το λευκό ξύδι της Lidl.
Το λευκό ξύδι (Condimento Bianco) υπόσχεται μια ελαφριά και φρουτώδη εναλλακτική λύση στο κλασικό σκούρο βαλσαμικό ξύδι, αλλά οι δοκιμές δείχνουν ότι η ποιότητα των προϊόντων στην αγορά μπορεί να απογοητεύσει.
Παρόλο που η φρουτώδης γεύση του και η χαμηλότερη οξύτητα το καθιστούν κατάλληλο για ελαφριές σαλάτες και σάλτσες, η πραγματική ποιότητα και τα συστατικά του δεν ανταποκρίνονται πάντα στις προσδοκίες.
Ας δούμε όμως πιο αναλυτικά τι εντοπίστηκε κατά τις εργαστηριακές δοκιμές από το Öko-Test, το Γερμανόφωνο περιοδικό προστασίας των καταναλωτών. Αρκετά προϊόντα απέτυχαν να εντυπωσιάσουν. Ειδικότερα, έλαβαν τις βαθμολογίες:
- Cucina Nobile Condimento Bianco (Aldi Nord/Süd): «Μη ικανοποιητικό»
- Ponti Dolceagro Condimento Bianco (Ponti): «Μη ικανοποιητικό»
- Acentino Condimento Bianco (Lidl): «Ανεπαρκές»
- Edeka Bio Condimento Bianco (Edeka): «Μη ικανοποιητικό»
- Villa Gusto Condimento Bianco (Norma, Acetificio Varvello): «Φτωχό»
Αυτά τα προϊόντα απέτυχαν είτε λόγω χαμηλής ποιότητας συστατικών, είτε λόγω χρήσης διορθωμένου γλεύκους, είτε λόγω υπολειμμάτων φυτοφαρμάκων.
Ένα καλό Condimento Bianco θα πρέπει να έχει υψηλή περιεκτικότητα σε γλεύκος σταφυλιών, προσδίδοντας του πλούσια και αρωματική γεύση. Ωστόσο, πολλά προϊόντα στην αγορά περιέχουν πολύ χαμηλή περιεκτικότητα σε φρούτα, με αποτέλεσμα να έχουν μια αδύναμη και χωρίς σώμα γεύση.
Σε πολλές περιπτώσεις, οι παραγωγοί αντικαθιστούν το φυσικό συμπυκνωμένο γλεύκος με διορθωμένο ή αποχρωματισμένο γλεύκος σταφυλιών (RTC). Πρόκειται για ένα σχεδόν άχρωμο και άγευστο σιρόπι ζάχαρης, από το οποίο έχουν αφαιρεθεί σχεδόν όλα τα φυσικά συστατικά, εκτός από τη ζάχαρη.
Παρόλο που η χρήση του δεν είναι παράνομη και είναι κοινή πρακτική, δεν δηλώνεται πάντα διαφανώς στις ετικέτες των προϊόντων. Αυτό δημιουργεί παραπλανητικές εντυπώσεις στους καταναλωτές, οι οποίοι μπορεί να πιστεύουν ότι αγοράζουν προϊόντα υψηλής ποιότητας όταν στην πραγματικότητα αγοράζουν κάτι χαμηλότερης ποιότητας.
Ένα άλλο σημαντικό εύρημα των δοκιμών είναι ότι πολλά προϊόντα, ακόμα και βιολογικά, περιείχαν υπολείμματα φυτοφαρμάκων. Το πιο κοινό ήταν το φωσφονικό οξύ, ένα προϊόν που χρησιμοποιείται για την προστασία των αμπελιών από μυκητολογικές ασθένειες, όπως ο περονόσπορος.
Το φωσφονικό οξύ μπορεί να υπάρχει ως αποτέλεσμα παλαιότερης χρήσης του στην αμπελουργία, καθώς τα φυτά το αποθηκεύουν και το απελευθερώνουν με την πάροδο του χρόνου. Ειδικά στα βιολογικά προϊόντα, η παρουσία τέτοιων υπολειμμάτων είναι ανησυχητική, καθώς το φωσφονικό οξύ έχει ταξινομηθεί ως μυκητοκτόνο από το 2013 και η χρήση του δεν επιτρέπεται στη βιολογική καλλιέργεια.
Παρόλο που οι ποσότητες που ανιχνεύθηκαν δεν είναι ιδιαίτερα επικίνδυνες, η παρουσία τους υποδηλώνει ότι η βιολογική παραγωγή δεν ήταν πλήρως απαλλαγμένη από χημικές ουσίες. Σε προϊόντα όπου βρέθηκαν δύο ή περισσότερα υπολείμματα φυτοφαρμάκων, η ποιότητα υποβαθμίστηκε ακόμη περισσότερο, λόγω πιθανών άγνωστων αλληλεπιδράσεων των ουσιών αυτών.
Τέλος, μια από τις σημαντικότερες παρατηρήσεις που προέκυψαν από τις δοκιμές είναι η έλλειψη διαφάνειας στη σύνθεση των προϊόντων. Σε πολλές περιπτώσεις, η ετικέτα δεν ανέφερε με σαφήνεια τα συστατικά ή την ποιότητα του γλεύκους που χρησιμοποιήθηκε.