Μια νέα βάση δεδομένων περιέχει χιλιάδες, δυνητικά επικίνδυνες, χημικές ουσίες σε συσκευασίες τροφίμων, οι οποίες είναι ελάχιστα γνωστές για τη χρήση και τη μεταναστευτική συμπεριφορά τους.
Της Βιργινίας Κιμπορόπουλου
Τα ευρήματα μιας μελέτης στο περιοδικό Critical Reviews in Food, Science and Nutrition, περιοδικό της εταιρείας Taylor & Francis με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο, αποκάλυψαν ότι μόνο το ένα τρίτο περισσότερων από 3.000 χημικές ουσίες που έρχονται σε επαφή με τρόφιμα (FCC) ήταν γνωστό ότι χρησιμοποιούνται σε συσκευασίες τροφίμων, εξοπλισμό επεξεργασίας, επαναχρησιμοποιούμενα δοχεία και μαγειρικά σκεύη. (FCM). Αυτό σημαίνει ότι, στην πραγματικότητα, βάσει της έρευνας υπάρχουν χιλιάδες άγνωστες χημικές ουσίες που είναι δυνητικά επιβλαβείς για τα τρόφιμα.
Περίπου το 60% των μελετών επικεντρώθηκαν στα πλαστικά, με 1.976 διαφορετικές χημικές ουσίες που ανιχνεύθηκαν, σύμφωνα με το περιοδικό, το οποίο έχει συντάξει τη βάση δεδομένων FCCmigex, έναν κατάλογο των ουσιών FCC.
Όλες οι χημικές ουσίες FCC στη βάση δεδομένων, σύμφωνα με τους επιστήμονες, ερευνήθηκαν επειδή παρουσιάζονται σε υλικά που έρχονται σε επαφή ή μεταφέρονται σε τρόφιμα. Βάσει αυτών των δεδομένων, είναι πολύ πιθανό ο άνθρωπος να έχει εκτεθεί σε αυτές τις ουσίες. Oι συσκευασίες τροφίμων και τα υλικά τους θα μπορούσαν να είναι πηγή επικίνδυνων χημικών ουσιών στα τρόφιμα και η αξιολόγηση των πιθανών επιπτώσεων στην ανθρώπινη υγεία «απαιτεί μια ολοκληρωμένη αναγνώριση των χημικών ουσιών που περιέχουν», σύμφωνα με την ιστοσελίδα Just Food.
Ενώ η νέα βάση δεδομένων περιλαμβάνει μεγάλο όγκο πληροφοριών για μερικές από τις ήδη γνωστές χημικές ουσίες FCC, όπως οι δισφαινόλες, οι φθαλικές ενώσεις, και PFAS, περιέχει επίσης εκατοντάδες χημικές ουσίες oι οποίες είναι ελάχιστα γνωστές για τη χρήση και τη μετάδοσή τους στα τρόφιμα, αλλά είναι εξίσου επικίνδυνες για την ανθρώπινη υγεία. Σύμφωνα με την έκθεση στο περιοδικό, εκτός από τις σκόπιμα χρησιμοποιούμενες ουσίες FCC, υπάρχουν και οι μη σκόπιμα προστιθέμενες ουσίες (NIAS), όπως τα υπολείμματα αρχικών ουσιών, προσμείξεις, προϊόντα αντίδρασης και υποπροϊόντα, τα οποία είναι συχνά δύσκολο ή αδύνατο να ανιχνευτούν.
Ένας εκπρόσωπος της Υπηρεσίας Προτύπων Τροφίμων του Ηνωμένου Βασιλείου (FSA) δήλωσε στην ιστοσελίδα Just Food πως ό,τι μπορεί να έρθει σε επαφή με φαγητό ή ποτό πρέπει να πληροί τις νομικές απαιτήσεις σχετικά με τη χημική ασφάλεια και την καταλληλότητά του και πως κανένα από τα υλικά του τελικού προϊόντος δεν μπορεί να είναι επικίνδυνο για την υγεία ή να αλλοιώσει με κάποιο τρόπο ένα τρόφιμο ή ποτό. Δήλωσε, επίσης, την εμπιστοσύνη του στην αποτελεσματικότητα των κανονισμών της ΕΕ, καθώς και τη συνέχιση της συνεργασίας του FSA με τις ευρωπαϊκές αρχές για τη διατήρηση των υψηλών προτύπων.
Εκπρόσωπος της Nestlé είπε πως, ως η μεγαλύτερη εταιρεία τροφίμων στον κόσμο, γνωρίζει την έκθεση και «εξετάζει το περιεχόμενο λεπτομερώς». Ο όμιλος τροφίμων Unilever μέχρι στιγμής δεν έχει κάνει κάποιο σχόλιο για τη δημοσίευση.