Ποιοι παράγοντες επηρεάζουν τη ζήτηση – Διαφορές μεταξύ οικιακής κατανάλωσης και στην εστίαση.
Αύξηση της εγχώριας κατανάλωσης ζύθου κατά τη διετία 2022-2023 με μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξεως του 7% προβλέπει κλαδική μελέτη της ICAP CRIF. Σύμφωνα με την Σταματίνα Παντελαίου, διευθύντρια της διεύθυνσης οικονομικών/κλαδικών μελετών, η κατανάλωση μπίρας μειώθηκε σημαντικά το 2020, ως απόρροια της πανδημίας (COVID-19), παρουσιάζοντας μείωση περίπου 23% έναντι του 2019. Τα μέτρα αναστολής λειτουργίας των καταστημάτων της «κρύας» αγοράς (εστιατόρια, μπιραρίες, κ.ά.) για μεγάλες χρονικές περιόδους εντός του έτους, παράλληλα με τη ραγδαία μείωση των τουριστικών αφίξεων (-76,5% 2020/19) συντέλεσαν σε έντονη πτώση της κατανάλωσης.
Στον αντίποδα, η ποσότητα που διοχετεύθηκε στη «ζεστή» αγορά αυξήθηκε, καθώς οι πολίτες αύξησαν την κατ’ οίκον κατανάλωση. Το 2021 η πραγματική κατανάλωση μπίρας εκτιμάται ότι ενισχύθηκε κατά 15,5%, σε σχέση με το 2020. Η άρση των περιοριστικών μέτρων και η παράλληλη αύξηση της προσέλευσης τουριστών στη χώρα οδήγησαν στην ενίσχυση των πωλήσεων, ανακτώντας σχεδόν το 50% της «χαμένης» ποσότητας. Ωστόσο, το 2021 η κατανάλωση ζύθου δεν άγγιξε τα μεγέθη προ κορονοϊού, καθώς ήταν μειωμένη 11% περίπου συγκριτικά με το 2019.
Με βάση τα αποτελέσματα της κλαδικής μελέτης της ICAP CRIF, καθοριστικός παράγοντας που επηρεάζει τη ζήτηση ζύθου είναι η εποχικότητα. Οι υψηλότερες θερμοκρασίες και γενικότερα η επιμήκυνση του καλοκαιριού αποτελούν συνθήκες που μπορούν να οδηγήσουν σε αύξηση της ζήτησης στην Ελλάδα. Ειδικότερα, η ελληνική αγορά ζύθου ευνοείται σημαντικά με την αύξηση της τουριστικής κίνησης κατά τους καλοκαιρινούς μήνες στη χώρα μας. Επιπρόσθετα, η τιμή πώλησης της μπίρας επιδρά θετικά στην κατανάλωση, καθώς σε περιόδους οικονομικής στενότητας οι καταναλωτές μετατοπίζουν τη ζήτηση από κατηγορίες αλκοολούχων ποτών με υψηλές τιμές σε άλλες φθηνότερες. Ένας ακόμα σημαντικός παράγοντας επιρροής των καταναλωτών είναι η διαφήμιση, η οποία στρέφει (ως ένα βαθμό) τη ζήτηση προς τα διαφημιζόμενα εμπορικά σήματα της αγοράς.
Η Όλγα Σιμώνη, consultant της διεύθυνσης οικονομικών κλαδικών μελετών της ICAP CRIF, η οποία επιμελήθηκε την συγκεκριμένη μελέτη, αναφέρει ότι η αγορά της μπίρας διακρίνεται σε δύο κανάλια: στο «κρύο» που περιλαμβάνει κυρίως τους χώρους εστίασης και αναψυχής και καταλαμβάνει το 45% των συνολικών πωλήσεων μπίρας, καθώς και στο «ζεστό» που αφορά την οικιακή κατανάλωση και καλύπτει το υπόλοιπο 55% αντίστοιχα. Γεγονός αποτελεί ότι μέχρι το 2019 το κανάλι της «κρύας» αγοράς κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος της κατανάλωσης, καθώς την περίοδο 2016-2019 αποσπούσε περίπου το 60% των συνολικών πωλήσεων. Ωστόσο, την τελευταία διετία (2020-2021) καταγράφηκε πτώση των πωλήσεων στο συγκεκριμένο κανάλι διανομής, ενώ παράλληλα ενισχύθηκε η οικιακή κατανάλωση, χωρίς όμως να αντισταθμίσει την πτώση που σημειώθηκε στην «κρύα» αγορά.
Το εμπορικό ισοζύγιο για τη μπίρα ήταν αρνητικό από το 2010 έως το 2019, καθώς η αξία των εισαγωγών ήταν σημαντικά υψηλότερη της αξίας των εξαγωγών. Η εικόνα αυτή αντιστράφηκε το 2020, με το εμπορικό ισοζύγιο να σημειώνει θετικό αποτέλεσμα και την αξία εξαγωγών να είναι κατά 5,8 εκατ. ευρώ μεγαλύτερη από την αξία εισαγωγών. Η διεύρυνση των εξαγωγών το 2020 συντέλεσε σε αύξηση του ποσοστού εξαγωγικής επίδοσης το οποίο διαμορφώθηκε σε 18,2%, παρουσιάζοντας την υψηλότερη τιμή της δεκαετίας 2010-2020. Παράλληλα, το ποσοστό εισαγωγικής διείσδυσης μειώθηκε σημαντικά την ίδια περίοδο, καθώς από 13,8% το 2010, το 2020 διαμορφώθηκε σε 8,7%.
Από την ανάλυση του ομαδοποιημένου ισολογισμού, ο οποίος συντάχθηκε βάσει δείγματος 11 αντιπροσωπευτικών παραγωγικών επιχειρήσεων, προκύπτουν τα εξής: Το σύνολο του ενεργητικού μειώθηκε 6,3% το 2019/20, με τις απαιτήσεις να συρρικνώνονται 48,6% το ίδιο έτος. Τα ίδια κεφάλαια, ομοίως ελαττώθηκαν το 2020 κατά 9,1% έναντι του 2019, με τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις να συρρικνώνονται 10,1%, ενώ οι μέσομακροπρόθεσμες υποχρεώσεις & προβλέψεις αυξήθηκαν (+6,6%) την ίδια περίοδο. Οι συνολικές πωλήσεις των εταιρειών του δείγματος μειώθηκαν κατά 20,4%, με τα μικτά κέρδη να μειώνονται αντίστοιχα 24,4% το 2020 έναντι του προηγούμενου έτους. Το γεγονός αυτό συντέλεσε σε σημαντική συρρίκνωση των λειτουργικών αποτελεσμάτων κατά 64,4% (2020/19) των εταιρειών και οδήγησε σε ζημίες το 2020, εν αντιθέσει με το 2019 όπου το καθαρό αποτέλεσμα ήταν κερδοφόρο. Ολοκληρώνοντας, σημειώνεται ότι το περιθώριο μικτού κέρδους διατηρείται σε υψηλά επίπεδα τη διετία 2019 – 2020 και διαμορφώνεται σε 62% το 2020, ενώ η αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων επιδεινώθηκε το 2020 (-2,3%), έναντι του 2019 (18,5%).