Το τμήμα της βιομηχανίας τροφίμων, που επενδύει σε γεύση και μυρωδιά, είναι έτοιμο για περαιτέρω ανάπτυξη, δεδομένης της αυξανόμενης δημοτικότητας των φυτικών προϊόντων.
Η γεύση αποτελεί μια από τις πιο «επικερδείς» αισθήσεις για τη βιομηχανία τροφίμων. Το να ικανοποιεί μια επιχείρηση που ασχολείται με τα τρόφιμα, τις γευστικές απαιτήσεις των καταναλωτών αποτελεί και θα αποτελεί τον πρωταρχικό της στόχο. Ωστόσο οι εποχές αλλάζουν και το ίδιο συμβαίνει και με τις καταναλωτικές ανάγκες. Για παράδειγμα, οι millennials προτιμούν φυτικά υποκατάστατα του κρέατος, αλλά διατηρούν την απαίτηση αυτές οι φυτικές εναλλακτικές να έχουν τόσο καλή γεύση όσο έχει και το πραγματικό κρέας, αν όχι καλύτερη. Αυτή η νέα καταναλωτική πραγματικότητα δημιουργεί μια επιχειρηματική ευκαιρία εκατομμυρίων ευρώ, στην οποία προσωρινά ελάχιστες εταιρείες μπορούν να ανταποκριθούν.
Η γεύση είναι η αισθητική εντύπωση ενός τρόφιμου ή ποτού. Ενώ πολλοί από εμάς θα πιστεύαμε ότι η γεύση είναι ο βασικός καθοριστικός παράγοντας του πόσο ευχάριστα τρώμε κάτι, στην πραγματικότητα και η μυρωδιά παίζει καθοριστικό ρόλο. Ο λόγος για αυτό είναι πως, ενώ η γεύση του φαγητού περιορίζεται σε γλυκό, ξινό, πικρό, αλμυρό και umami, οι μυρωδιές ενός φαγητού είναι δυνητικά απεριόριστες. Άρα, η αλλαγή της γεύσης ενός φαγητού δεν βασίζεται τόσο στην πραγματική του γεύση, αλλά στη μυρωδιά του. Παραδείγματα αυτού μπορούν να βρεθούν σε αναψυκτικά και αρωματισμένα ζελέ. Αυτό συνεπάγεται πως παράγοντες που επηρεάζουν τη γεύση των τροφίμων δεν αφορούν μόνο τις εταιρείες μπαχαρικών και πρώτων υλών, αλλά και τις εταιρείες αρωματικών υλών.
Από το αλάτι και το πιπέρι μέχρι τα πιο σύνθετα μπαχαρικά, σκοπός τους είναι να ενισχύσουν τη φυσική γεύση του φαγητού, ώστε να είναι πιο νόστιμο. Τα αρωματικά προσθέτουν, επίσης, γεύση σε διάφορα τρόφιμα, όπως καραμέλες, σνακ, ποτά και τρόφιμα φυτικής προέλευσης, ιδιαίτερα υποκατάστατα κρέατος με βάση τα φυτά. Σύμφωνα με το Plant Based Foods Association, όπως αναγράφεται στην ιστοσελίδα NASDAQ, ο νούμερο ένα οδηγός όλων των αγορών τροφίμων είναι η γεύση. Και καθώς ολοένα και περισσότερα τρόφιμα γίνονται φυτικά, καλύπτοντας τις καταναλωτικές απαιτήσεις για βιωσιμότητα, αναμένεται να υπάρχει μεγαλύτερη ζήτηση για χρώματα, γεύσεις και μυρωδιές που έχουν συνηθίσει οι καταναλωτές, προκειμένου οι γεύσεις να πλησιάζουν όσο γίνεται το πραγματικό κρέας. Οι καταναλωτές αναζητούν, επίσης, όλο και περισσότερα συστατικά που να είναι βιολογικά, να περιέχουν λιγότερο αλάτι, να είναι χωρίς γλουτένη, να μην είναι ΓΤΟ (γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί) και να έχουν οφέλη για την υγεία, χωρίς ωστόσο να αναγκαστούν σε συμβιβασμό στη γεύση.
Σε ποιες εταιρείες αξίζει, λοιπόν, να επενδύσει κανείς, οι οποίες να ειδικεύονται, παράλληλα στο συνδυασμό γεύσης και αρώματος; Σύμφωνα με την ιστοσελίδα NASDAQ , η μεγαλύτερη εταιρεία είναι η Givaudan SA με το 16% της παγκόσμιας αγοράς αρωματικών υλών για τρόφιμα, ακολουθούμενη από τις International Flavors & Fragrances με 13% και τη Symrise AG με 10%. Σχεδόν το υπόλοιπο 50% ανήκει σε συνολικά 2 εταιρείες, τη McCormick & Co, η οποία έχει ήδη εξαγοράσει πολλές εταιρείες στον κλάδο για να ανταποκριθεί μονοπωλιακά στις εξελισσόμενες προτιμήσεις των καταναλωτών και τη Sensient Technologies. Οπότε είναι εμφανές πως μεμονωμένες εταιρείες στον κλάδο είναι πιθανόν να παραγκωνιστούν ή να εξαγοραστούν από τις μεγαλύτερες.
Ωστόσο, αυτό δεν εμποδίζει τις εταιρείες να συνεχίζουν να αναπτύσσονται τόσο οργανικά όσο και μέσω εξαγοράς. Αναμφίβολα, το συγκεκριμένο τμήμα της βιομηχανίας τροφίμων είναι έτοιμο για περαιτέρω ανάπτυξη, ειδικά δεδομένης της αυξανόμενης δημοτικότητας των φυτικών προϊόντων. Και αυτό διότι η γεύση θα παραμείνει για πολύ ακόμα μια διαχρονικά υψηλή προτεραιότητα των καταναλωτών.