Η Δανία δεν θα μπορεί να χρησιμοποιεί τον όρο «φέτα» για τυριά που εξάγει σε χώρες εκτός ΕΕ
Nίκη της Ελλάδας σηματοδοτεί η απόφαση του Ευρωπαϊκού δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία η Δανία δεν σταμάτησε της χρήση της λέξης “φέτα” για τυρί το οποίο παράγεται στη Δανία αλλά προορίζεται για εξαγωγή σε τρίτες χώρες παραβαίνοντας τον κανονισμό 1151/2012. Σύμφωνα με το δικαστήριο της ΕΕ η Δανία παραβίασε τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αφήνοντας τους τοπικούς παραγωγούς γαλακτοκομικών να εμπορεύονται και να εξάγουν σε τρίτες χώρες ένα λευκό, θρυμματισμένο τυρί ως «φέτα».
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με την υποστήριξη της Ελλάδας και της Κύπρου, μήνυσε τη Δανία το 2019 επειδή απέτυχε να αποτρέψει ή να σταματήσει την «άμεση παραβίαση» της προστασίας της ΕΕ που απολαμβάνει το όνομα “φέτα”. Σύμφωνα με τους Ελληνικούς ισχυρισμούς η Ελλάδα φτιάχνει φέτα από την αρχαιότητα και το 2002 της απονεμήθηκε το καθεστώς προστασίας, έτσι ώστε μόνο το τυρί που παρασκευάζεται στη χώρα μας μπορεί να πωλείται ‘Φέτα”.
Η Δανία υποστήριξε από την πλευρά της, ότι η ονομασία Φέτα ισχύει μόνο για προϊόντα που πωλούνται στην Ευρωπαϊκή Ένωση και όχι σε τρίτες χώρες. Tο δικαστήριο όμως, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα προστατευόμενα τρόφιμα που παράγονται στην ΕΕ, ακόμη και αν προορίζονται για εξαγωγή σε τρίτες χώρες, πρέπει να ακολουθούν τη σχετική νομοθεσία προστασίας των γεωγραφικών ενδείξεων (ΓΕ).
Υπενθυμίζεται ότι η πρόταση της Γενικής Εισαγγελέως του Δικαστηρίου της ΕΕ, προς το Δικαστήριο της ΕΕ, τον περασμένο Μάρτιο ήταν καταδικαστική για τη Δανία και ανέφερε πως «H Δανία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το δίκαιο της ΕΕ, παραλείποντας να λάβει μέτρα ώστε να παύσουν οι Δανοί παραγωγοί να χρησιμοποιούν την καταχωρισμένη ονομασία «φέτα» για τυρί το οποίο προορίζεται για εξαγωγή προς τρίτες χώρες».
Η απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ αναφέρει τα εξής:
«Η λέξη «φέτα» καταχωρίστηκε ως προστατευόμενη ονομασία προέλευσης (ΠΟΠ) το 2002. Έκτοτε, η ονομασία «φέτα» επιτρέπεται να χρησιμοποιείται μόνο για τυρί που παράγεται στην οριοθετημένη γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας και πληροί τις σχετικές προδιαγραφές του προϊόντος.
Στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας λόγω παραβάσεως κράτους μέλους, η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ελλάδα και την Κύπρο, ισχυρίστηκε ότι η Δανία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τον κανονισμό 1151/20122, παραλείποντας να λάβει μέτρα για την πρόληψη ή την παύση της χρήσης της ονομασίας «φέτα» για τυρί το οποίο παράγεται στη Δανία αλλά προορίζεται για εξαγωγή σε τρίτες χώρες.
Η Δανία αντέτεινε, από την πλευρά της, ότι ο κανονισμός 1151/2012 έχει εφαρμογή μόνο στα προϊόντα που πωλούνται εντός της Ένωσης και δεν καλύπτει τις εξαγωγές προς τρίτες χώρες. Παραδέχεται, συνεπώς, ότι η ίδια ουδέποτε έλαβε μέτρα για να προλάβει ή να θέσει τέρμα στη χρήση της ονομασίας «φέτα» από τους εγχώριους παραγωγούς στις περιπτώσεις που τα προϊόντα τους προορίζονται για εξαγωγή σε τρίτες χώρες.
Με τη σημερινή του απόφαση, το Δικαστήριο κρίνει, πρώτον, ότι με βάση το γράμμα του κανονισμού 1151/2012 η χρήση καταχωρισμένης ονομασίας για τον προσδιορισμό μη καλυπτόμενων από την καταχώριση προϊόντων που παρασκευάζονται στην Ένωση και προορίζονται για εξαγωγή προς τρίτες χώρες δεν εξαιρείται από την απαγόρευση την οποία προβλέπει ο κανονισμός.
Όσον αφορά, δεύτερον, το όλο πλαίσιο του κανονισμού 1151/2012, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι ο κανονισμός προστατεύει τα προϊόντα ΠΟΠ και ΠΓΕ ως δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας. Το σύστημα των ΠΟΠ και των ΠΓΕ θεσπίστηκε προκειμένου να παρασχεθεί στήριξη στους παραγωγούς προϊόντων συνδεόμενων με συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές, μέσω της διασφάλισης ομοιόμορφης προστασίας των ονομασιών ως δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας σε ολόκληρη την Ένωση. Η χρήση όμως μιας ΠΟΠ ή ΠΓΕ για τον προσδιορισμό προϊόντος που παρασκευάζεται μεν εντός της Ένωσης αλλά δεν πληροί τις ισχύουσες προδιαγραφές προσβάλλει, στην Ένωση, την αντίστοιχη ΠΟΠ ή ΠΓΕ ως δικαίωμα διανοητικής ιδιοκτησίας, ακόμη και αν το προϊόν αυτό προορίζεται για εξαγωγή σε τρίτες χώρες.
Τρίτον, ως προς τους σκοπούς που επιδιώκονται με τον κανονισμό 1151/2012, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι ο σκοπός των ΠΟΠ και των ΠΓΕ έγκειται στην παροχή συνδρομής στους παραγωγούς προϊόντων συνδεόμενων με συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές μέσω της εξασφάλισης δίκαιων αποδόσεων, ανάλογων με την ποιότητα των προϊόντων τους, στην κατοχύρωση ενιαίας προστασίας των ονομασιών ως δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας σε ολόκληρη την Ένωση και στην παροχή σαφούς ενημέρωσης στους καταναλωτές για τις ιδιότητες των προϊόντων οι οποίες τους προσδίδουν προστιθέμενη αξία. Η δε χρήση της ΠΟΠ «φέτα» για τον προσδιορισμό προϊόντων που παρασκευάζονται μεν εντός της Ένωσης αλλά δεν πληρούν τις προδιαγραφές της σχετικής ΠΟΠ θίγει τους προαναφερθέντες σκοπούς, ακόμη και αν τα προϊόντα αυτά προορίζονται για εξαγωγή προς τρίτες χώρες.
Συνεπώς, τόσο από το γράμμα όσο και από το όλο πλαίσιο και τους σκοπούς του κανονισμού 1151/2012 προκύπτει ότι μια τέτοια χρήση συγκαταλέγεται μεταξύ των ενεργειών που απαγορεύονται από τον κανονισμό. Το Δικαστήριο καταλήγει επομένως στο συμπέρασμα ότι η Δανία, παραλείποντας να λάβει μέτρα ώστε να προλάβει και να σταματήσει αυτού του είδους τη χρήση στο έδαφός της, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τον κανονισμό 1151/2012.
Σε απάντηση της δεύτερης αιτίασης την οποία προέβαλε η Επιτροπή, το Δικαστήριο κρίνει ότι η Δανία δεν παρέβη τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, στην οποία αναφέρεται το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ. Ειδικότερα, η εν λόγω αιτίαση της Επιτροπής βάλλει κατά της ίδιας συμπεριφοράς την οποία αφορούσε και η πρώτη αιτίαση, ήτοι της παράλειψης να ληφθούν μέτρα για την πρόληψη και την παύση της χρήσης της ΠΟΠ «φέτα» από Δανούς παραγωγούς για τον προσδιορισμό τυριού που δεν πληροί τις ισχύουσες προδιαγραφές. Μολονότι αληθεύει ότι η εξαγωγή, από παραγωγούς της Ένωσης προς τρίτες χώρες, προϊόντων σε σχέση με τα οποία χρησιμοποιείται παρανόμως μια ΠΟΠ μπορεί να αποδυναμώσει τη θέση της Ένωσης σε διεθνείς διαπραγματεύσεις με αντικείμενο την κατοχύρωση των ενωσιακών συστημάτων προστασίας της ποιότητας, δεν διαπιστώνεται εν προκειμένω ότι η Δανία προέβη σε πράξεις ή σε δηλώσεις που θα μπορούσαν να επιφέρουν τη συνέπεια αυτή, κάτι που όντως θα στοιχειοθετούσε συμπεριφορά διακριτή από εκείνη την οποία αφορούσε η πρώτη αιτίαση».