Πολλές μελέτες απαντούν αν η σακχαρίνη είναι ασφαλής για ανθρώπινη κατανάλωση.
Οι περισσότερες υγειονομικές αρχές συμφωνούν ότι η σακχαρίνη είναι ασφαλής για ανθρώπινη κατανάλωση. Σε αυτές περιλαμβάνονται ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ), η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφάλειας Τροφίμων (EFSA) και η Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA). Η αντικατάσταση της ζάχαρης με τεχνητά γλυκαντικά όπως η σακχαρίνη μπορεί να έχει κάποια οφέλη για την απώλεια βάρους.
Η σακχαρίνη είναι ένα από τα παλαιότερα τεχνητά γλυκαντικά που κυκλοφορούν στην αγορά. Στην πραγματικότητα, χρησιμοποιείται για τη γλυκαντική επεξεργασία τροφίμων και ποτών για πάνω από 100 χρόνια. Ωστόσο, δεν ήταν μέχρι τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 που έγινε δημοφιλής ως υποκατάστατο της ζάχαρης.
Τότε ταξινομήθηκε ως πιθανώς καρκινογόνος για τον άνθρωπο. Ωστόσο, περαιτέρω έρευνες ανακάλυψαν ότι η ανάπτυξη καρκίνου στους αρουραίους δεν αφορούσε τους ανθρώπους. Μελέτες παρατήρησης σε ανθρώπους δεν έδειξαν σαφή σύνδεση μεταξύ της κατανάλωσης σακχαρίνης και του κινδύνου εμφάνισης καρκίνου. Λόγω της έλλειψης αδιάσειστων στοιχείων που να συνδέουν τη σακχαρίνη με την ανάπτυξη καρκίνου, η ταξινόμησή της άλλαξε σε «δεν μπορεί να ταξινομηθεί ως καρκινογόνος για τον άνθρωπο».
Ωστόσο, πολλοί ειδικοί θεωρούν ότι οι μελέτες παρατήρησης δεν επαρκούν για να αποκλείσουν ότι δεν υπάρχει κίνδυνος και εξακολουθούν να συνιστούν στους ανθρώπους να αποφεύγουν τη σακχαρίνη. Ορισμένοι λένε ότι η αντικατάσταση της ζάχαρης με σακχαρίνη ωφελεί την απώλεια βάρους, τον διαβήτη και την υγεία των δοντιών. Άλλοι είναι επιφυλακτικοί για την ασφάλεια όλων των τεχνητών γλυκαντικών ουσιών, συμπεριλαμβανομένης και αυτής.
Πλέον όμως με κάθε επισημότητα, η EFSA κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η σακχαρίνη είναι ασφαλής για ανθρώπινη κατανάλωση και αύξησε την αποδεκτή ημερήσια πρόσληψη (ADI) από 5 σε 9 mg/kg σωματικού βάρους ανά ημέρα, σε επιστημονική γνωμοδότηση που δημοσιεύθηκε σήμερα.
Η ADI, η οποία αντικατοπτρίζει την ασφαλή ποσότητα μιας ουσίας που μπορεί να καταναλώνεται καθημερινά κατά τη διάρκεια μιας ζωής, καλύπτει τη σακχαρίνη και τα άλατά της σε νάτριο, ασβέστιο και κάλιο (E 954). Η προηγούμενη ADI καθορίστηκε το 1995 με βάση την αυξημένη συχνότητα εμφάνισης όγκων της ουροδόχου κύστης που παρατηρήθηκε σε μελέτες με αρουραίους. Ωστόσο, υπάρχει πλέον επιστημονική συμφωνία ότι οι όγκοι αυτοί αφορούν μόνο τους αρσενικούς αρουραίους και δεν σχετίζονται με τον άνθρωπο.
Οι εμπειρογνώμονες της EFSA εξέτασαν όλα τα διαθέσιμα δεδομένα και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η ζαχαρίνη δεν προκαλεί βλάβες στο DNA και ότι είναι απίθανο η κατανάλωσή της να σχετίζεται με κίνδυνο καρκίνου στον άνθρωπο.