Τα άτομα με διαταραχή επεισοδιακής υπερφαγίας μπορεί να έχουν έναν συγκεκριμένο τύπο βακτηρίων στο έντερό τους, σύμφωνα με νέα μελέτη.
Τα βακτήρια που είναι γνωστά ως πρωτεοβακτήρια βρέθηκαν σε μεγάλους αριθμούς στα έντερα ανθρώπων και ποντικιών με εθισμό στα τρόφιμα και σε πολύ μικρότερους πληθυσμούς σε εκείνους που δεν είχαν εθισμό, σύμφωνα με μελέτη στο περιοδικό Gut, η οποία παρουσιάζεται επίσης στο σημερινό Φόρουμ 2024 της Ομοσπονδίας Ευρωπαϊκών Εταιρειών Νευροεπιστήμης (FENS).
Αντίθετα, τα βακτήρια που είναι γνωστά ως ακτινοβακτήρια μειώθηκαν σε ανθρώπους και ποντίκια με εθισμό στα τρόφιμα και αυξήθηκαν σε αυτά που δεν είχαν εθισμό.
«Πολλοί παράγοντες συμβάλλουν στον εθισμό στο φαγητό, ο οποίος χαρακτηρίζεται από απώλεια ελέγχου της πρόσληψης τροφής και συνδέεται με παχυσαρκία, άλλες διατροφικές διαταραχές και μεταβολές στη σύνθεση των βακτηρίων στο έντερο -το μικροβίωμα του εντέρου», ανέφερε σε δήλωση της η συγγραφέας της μελέτης Έλενα Μαρτίν-Γκαρσία, ερευνήτρια στο Universitat Pompeu Fabra στη Βαρκελώνη της Ισπανίας.
Ο εθισμός στα τρόφιμα είναι μια διαταραχή συμπεριφοράς που χαρακτηρίζεται από μια ανθυγιεινή σχέση με το φαγητό, όπου τα άτομα παρουσιάζουν καταναγκαστικές διατροφικές συμπεριφορές παρόμοιες με αυτές που παρατηρούνται σε άτομα με εθισμό σε ουσίες.
Τα άτομα που πάσχουν από αυτόν συχνά βιώνουν απώλεια ελέγχου της διατροφής τους, επιθυμούν συγκεκριμένα τρόφιμα και τα καταναλώνουν παρά τις αρνητικές συνέπειες στην υγεία και την ευημερία τους, όπως η παχυσαρκία.
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν ένα μέτρο γνωστό ως Κλίμακα Τροφικού Εθισμού Yale (YFAS 2.0), με τους ανθρώπους να απαντούν σε 35 ερωτήσεις και τα ποντίκια να παρατηρούνται για ενδείξεις συμπεριφορών που υποδηλώνουν εθισμό στα τρόφιμα: Επίμονη αναζήτηση τροφής, καταναγκαστική συμπεριφορά και υψηλά κίνητρα για την απόκτηση τροφής.
Διερεύνησαν επίσης το μικροβίωμα του εντέρου των ανθρώπων και των ποντικών και συνέκριναν τους πληθυσμούς των βακτηρίων στο έντερο με το βαθμό εθισμού στο φαγητό.
Τα ευρήματα της μελέτης
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι υπήρξε αύξηση των πρωτεοβακτηρίων και μείωση τόσο των ακτινοβακτηρίων όσο και ενός άλλου βακτηρίου που ονομάζεται Blautia στα ποντίκια και τους ανθρώπους που ήταν εθισμένοι στο φαγητό.
«Καταδείξαμε για πρώτη φορά μια άμεση αλληλεπίδραση μεταξύ της σύνθεσης του εντέρου και της έκφρασης των γονιδίων του εγκεφάλου, αποκαλύπτοντας την πολύπλοκη και πολυπαραγοντική προέλευση αυτής της σημαντικής διαταραχής συμπεριφοράς που σχετίζεται με την παχυσαρκία. Η κατανόηση της διασταύρωσης μεταξύ των αλλαγών στη συμπεριφορά και των βακτηρίων στο έντερο αποτελεί ένα βήμα προς τα εμπρός για τις μελλοντικές θεραπείες για τον εθισμό στο φαγητό και τις συναφείς διατροφικές διαταραχές», δήλωσε η Μαρτίν-Γκαρσία.
Οι ερευνητές προτείνουν ότι αυτά τα βακτήρια θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τη θεραπεία της καταναγκαστικής διατροφής. Αυξάνοντας τα επίπεδα της Blautia στα ποντίκια, διαπίστωσαν ότι τα επίπεδα του εθισμού στο φαγητό μειώθηκαν δραματικά.
«Τα ευρήματα τόσο στα ποντίκια όσο και στους ανθρώπους έδειξαν ότι συγκεκριμένοι μικροβιόκοσμοι θα μπορούσαν να λειτουργήσουν προστατευτικά στην πρόληψη του εθισμού στα τρόφιμα. Ειδικότερα, οι έντονες ομοιότητες στην ποσότητα της Blautia υπογράμμισαν τις πιθανές ευεργετικές επιδράσεις του συγκεκριμένου βακτηρίου του εντέρου. Ως εκ τούτου, διερευνήσαμε τις προστατευτικές επιδράσεις της από του στόματος χορήγησης λακτουλόζης και ραμνόζης, οι οποίες είναι μη πεπτόμενοι υδατάνθρακες γνωστοί ως “πρεβιοτικά” που μπορούν να αυξήσουν την ποσότητα του Blautia στο έντερο», ανέφερε η Μαρτίν-Γκαρσία..
«Το κάναμε αυτό σε ποντίκια και διαπιστώσαμε ότι οδήγησε σε αύξηση της αφθονίας της Blautia στα κόπρανα των ποντικών παράλληλα με δραματικές βελτιώσεις στον εθισμό στα τρόφιμα. Είδαμε παρόμοιες βελτιώσεις όταν δώσαμε στα ποντίκια ένα είδος Blautia που ονομάζεται Blautia wexlerae από το στόμα ως προβιοτικό».
Η ανακάλυψη ότι ορισμένα βακτήρια στο έντερο είναι μη ωφέλιμα, ενώ άλλα βακτήρια θα μπορούσαν να αποτρέψουν τον εθισμό στο φαγητό, θα μπορούσε να οδηγήσει σε θεραπείες που θα βοηθήσουν τους ανθρώπους να αποφύγουν την υπερκατανάλωση τροφής, καθώς και στη θεραπεία των διατροφικών διαταραχών.