Οδοιπορικό του ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Ένας φάρος εκπέμπει αδιάκοπα το σινιάλο του, το οποίο είναι ορατό μέχρι και 24 ναυτικά μίλια μακριά, στο απέναντι νησί. Ο φάρος αυτός -που αποτελεί από το 1880 το σύμβολο της πόλης που τον φιλοξενεί, γίνεται ο «οικοδεσπότης» μιας μεγάλης εκδήλωσης. Για πρώτη φορά, η Αλεξανδρούπολη φέρνει τις χριστουγεννιάτικες εκδηλώσεις στο παραλιακό της μέτωπο, το οποίο «φορά τα γιορτινά του» και υποδέχεται κατοίκους και επισκέπτες.
Με αφορμή το άναμμα του χριστουγεννιάτικου δέντρου και την επίσημη έναρξη των δρώμενων για την υποδοχή του 2025, το Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ταξίδεψε στην πρωτεύουσα του Έβρου και επισκέφτηκε σημεία του δήμου Αλεξανδρούπολης με μεγάλο ενδιαφέρον. Μία περιοχή η οποία έχει αποτινάξει τα αρνητικά στοιχεία που προσέδιδε ο χαρακτηρισμός «παραμεθόριος» και, μεταμορφωμένη πια, έχει εξελιχθεί σε ένα προορισμό για …VIP επισκέπτες. Με πολύ καλή οδική σύνδεση, αλλά και λιμάνι, αεροδρόμιο, σιδηροδρομικό δίκτυο, όπως και το τελωνείο των Κήπων στα όρια του δήμου της, αποτελεί μία εύκολα προσβάσιμη πόλη, για επισκέπτες εσωτερικού και εξωτερικού.
Τα σκήπτρα των «πρωταθλητών» στην επισκεψιμότητα κρατούν οι τουρίστες από τη γειτονική Τουρκία, που την επιλέγουν συχνά μέσα στον χρόνο για διήμερες αποδράσεις ή πολυήμερη διαμονή, πληρώνοντας αδρά για καλή ποιότητα και υπηρεσίες. Για 100% πληρότητα τα Σαββατοκύριακα, κάνει λόγο ο αντιδήμαρχος Τουρισμού, Πέτρος Κυριακίδης, ενώ εντυπωσιάζουν τα στοιχεία που δίνει για τις υπόλοιπες μέρες της εβδομάδας. «Η μέση πληρότητα ετησίως το 2019 ήταν στο 33%, πέρσι έφτασε στο 85%, ενώ φέτος βρίσκεται στο 90-92%. Βασικοί επισκέπτες μας είναι οι Τούρκοι, οι Βούλγαροι και φυσικά οι Έλληνες», δηλώνει.
Δυνατό χαρτί της περιοχής είναι η υψηλή γαστρονομία, που βασίζεται κυρίως στο άφθονο φρέσκο ψάρι του Θρακικού πελάγους και το άψογο σέρβις από το πολύ καλά εκπαιδευμένο πλέον προσωπικό. Επιπλέον, τα τρία διεθνή συνεδριακά κέντρα που διαθέτει, κάνουν την Αλεξανδρούπολη μία από τις ελάχιστες ελληνικές πόλεις που έχουν πιστοποίηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση για τη διοργάνωση συνεδρίων. Η πλούσια αρχαία, βυζαντινή και οθωμανική ιστορία, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται, συγκινεί εγχώριους και ξένους τουρίστες. Το γεγονός ότι είναι μια πόλη επίπεδη και άψογα ρυμοτομημένη, την κάνει φιλική σε πεζούς, αλλά και ποδηλάτες, χάρη στο σύγχρονο δίκτυο ποδηλατοδρόμων της. Μία πόλη που φιλοξενεί τα τμήματα Ιατρικής, Μοριακής Βιολογίας και Γενετικής, Παιδαγωγικού Δημοτικής Εκπαίδευσης και Εκπαίδευσης στην Προσχολική Ηλικία του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, αλλά και τη Σχολή Τουριστικών Επαγγελμάτων του υπουργείου Τουρισμού, «κερδίζει» από τη φρεσκάδα των νεαρών φοιτητών της. Το νοσοκομείο της είναι ένα από τα μεγαλύτερα πανεπιστημιακά νοσοκομεία της Ν.Α. Ευρώπης. Διαθέτει δημοτικό κάμπινγκ 220 θέσεων για αντίσκηνα και τροχόσπιτα, που λειτουργεί όλο τον χρόνο, ενώ στα 25 χιλιόμετρα ακτογραμμής, κάποιες θάλασσες έχουν γαλάζια σημαία, ενώ στα όριά της βρίσκεται ένας από τους σημαντικότερους υγρότοπους της Ευρώπης, το Δέλτα του Έβρου. Πάνω απ’ όλα, όμως, ξεχωρίζει για τους φιλόξενους κατοίκους της.
Στα …βήματα της Εγνατίας Οδού
Το οδικό ταξίδι μας από τη Θεσσαλονίκη διήρκεσε λιγότερες από τρεις ώρες μέσω της Εγνατίας Οδού, η οποία ήταν και στην αρχαιότητα ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους στρατιωτικούς και εμπορικούς δρόμους. Κατασκευάστηκε μεταξύ 146 και 120 π.Χ. από τον ανθύπατο της Μακεδονίας Γνάιο Εγνάτιο και συνέδεε τη Ρώμη με τις κατακτήσεις της στην Ανατολή. Στον δήμο Αλεξανδρούπολης εντοπίστηκαν τα περισσότερα σωζόμενα τμήματά της, τα οποία είναι περιφραγμένα και φυλάσσονται ως αρχαιολογικοί χώροι. «Υπάρχουν άνθρωποι απ’ όλο τον κόσμο που ακολουθούν τα …βήματα της αρχαίας Εγνατίας Οδού, όπως κάνουν για παράδειγμα με τα βήματα του Αγίου Παύλου», επισημαίνει ο διπλωματούχος ξεναγός του Υπουργείου Τουρισμού Αντώνης Ιωαννίδης, που ανέλαβε να μας «συστήσει» τον δήμο και να μας δείξει φανερές και κρυφές γωνιές του.
Σύμφωνα με τον ίδιο, τα ιππήλατα οχήματα στην αρχαιότητα μπορούσαν να κάνουν έως 65 χιλιόμετρα τη μέρα, γι’ αυτό και οι πόλεις της Θράκης έχουν μεταξύ τους μικρότερη απόσταση. Αναφέρεται στην Ξάνθη, την Κομοτηνή και την Αλεξανδρούπολη, πρωτεύουσες των νομών Ξάνθης, Ροδόπης και Έβρου αντίστοιχα. «Αυτοί οι τρεις νομοί αποτελούν σήμερα τη Θράκη, που είναι μια πολύ μικρή περιοχή σε σχέση με την αρχαιότητα που καταλάμβανε μία τεράστια έκταση, με τα ανατολικά όριά της να είναι στο Βόσπορο -στη σημερινή Κωνσταντινούπολη κι ακόμα παραπέρα, τα δυτικά στον Όλυμπο, τον Πηνειό ποταμό και μέχρι την Εύβοια, τα νότια μέχρι το Βόρειο Αιγαίο -το σημερινό Θρακικό Πέλαγος και τα βόρεια μέχρι το Δούναβη στη Ρουμανία», εξηγεί ο κ. Ιωαννίδης. Επικαλείται, μάλιστα, τον Ηρόδοτο, που έλεγε ότι οι Θράκες ήταν το δεύτερο μέγιστο έθνος μετά από αυτό των Ινδών. Ωστόσο, όπως εξηγεί, δεν υπήρχε ενιαίο κράτος με το όνομα Θράκη, αλλά θρακικά βασίλεια. «Υπήρχαν τουλάχιστον 24 μεγάλες θρακικές φυλές, όπως οι Βίστωνες, οι Κίκονες, οι Τοξότες, οι Σαπαίοι ή οι Αγριάνες -απόγονοι των οποίων θεωρούνται οι Πομάκοι- και περισσότερες από εκατό μικρότερες θρακικές φυλές», συμπληρώνει.
«Σήμερα, στη Θράκη έχουμε ένα μικρό κομμάτι, μόλις το 1/9 ολόκληρης της ιστορικής Θράκης. Τα 4/9 βρίσκονται στη σημερινή Τουρκία, τη λεγόμενη Ανατολική Θράκη και τα υπόλοιπα 4/9 βρίσκονται στη σημερινή Βουλγαρία, τη λεγόμενη Βόρεια Θράκη ή Ανατολική Ρωμυλία όπως συνηθίζουμε να τη λέμε εμείς οι Έλληνες», καταλήγει ο κ. Ιωαννίδης.
Η Αλεξανδρούπολη είναι χτισμένη πάνω από την αρχαία ελληνική πόλη Τέμπυρα, η οποία, για άγνωστους, λόγους ερήμωσε στα ρωμαϊκά χρόνια, με τη νεότερη ιστορία της να ξεκινά το 1850, επί τουρκοκρατίας. Σύμφωνα με τον Αντώνη Ιωαννίδη, κάποιοι ψαράδες από τα απέναντι παράλια της Αίνου και της Σαμοθράκης ίδρυσαν το «Δεδέαγατς», ενώ η πραγματική ανάπτυξη της πόλης συνέβη τη δεκαετία του 1870, λόγω της κατασκευής του σιδηρόδρομου, που θα συνέδεε αρχικά το Κάραγατς με το λιμάνι της περιοχής και στη συνέχεια την Κωνσταντινούπολη με τη Θεσσαλονίκη. «Οι σιδηροδρομικές γραμμές έπρεπε να παρακάμψουν το Δέλτα του Έβρου και επιλέχθηκε να γίνουν στη δυτική του πλευρά, οπότε περνούσαν μέσα από το Δεδέαγατς. Όταν αυτό απελευθερώθηκε στις 14 Μαΐου του 1920, πήρε την ονομασία “Νεάπολη”. Το όνομα αυτό το κράτησε μόνο για έναν μήνα, αφού τον Ιούνιο επισκέφθηκε την πόλη ο νεαρός τότε βασιλιάς Αλέξανδρος και προς τιμήν του πήρε την ονομασία Αλεξανδρούπολη», υπογραμμίζει ο ξεναγός.
Σπίτια με σοβά 2.500 χρόνων και αξιοζήλευτα αντιπλημμυρικά έργα στην αρχαία πόλη Ζώνη
Η ιστορία της περιοχής, όμως, ξεκινά από πολύ πιο παλιά. Οι Σαμοθρακίτες τον 7ο αιώνα π.Χ., στα απέναντι παράλια, στην «Περαία της Σαμοθράκης» δηλαδή και μέχρι το Δέλτα του Έβρου, ίδρυσαν έξι παραθαλάσσιες πόλεις, με τη μεγαλύτερη από αυτές, την Αρχαία Ζώνη/Μεσημβρία, που είναι το πιο κοντινό σημείο στο νησί τους, στα 19 ναυτικά μίλια.
Η αρχαία Ζώνη ήταν μία οχυρωμένη πόλη, χτισμένη πίσω από έναν βράχο, ακριβώς πάνω από τη θάλασσα, ενώ γύρω από αυτήν υψώνονταν ισχυρότατα τείχη, με πολλούς πύργους που στήριζαν το βάρος τους. Μέρος της έχει ανασκαφεί και από τα πιο σημαντικά ευρήματα είναι ο ναός του θεού Απόλλωνα, του 6ου αιώνα π.Χ., καθώς είναι ο μοναδικός ταυτισμένος αρχαϊκός ναός Απόλλωνα στη Θράκη. Επίσης βρέθηκε ένας ασυνήθιστα μεγάλος αριθμός ευρημάτων, ανάμεσα στα οποία ένας μαρμάρινος κορμός αρχαϊκού κούρου, από τους ελάχιστους που έχουν βρεθεί στη Βόρεια Ελλάδα, πολλά νομίσματα πάνω στα οποία αναγράφεται η ονομασία της πόλης, αλλά και αμφορείς που έπαιρναν όσοι κέρδιζαν τα Παναθήναια, μαρτυρώντας ότι στην περιοχή ζούσαν ικανοί αθλητές.
Ο επισκέπτης θα δει επίσης πρακτικές που εφήρμοζαν οι κάτοικοί της και προκαλούν ακόμη και σήμερα το επιστημονικό ενδιαφέρον. «Σε αυτό το δωμάτιο, κάτω από το δάπεδο του σπιτιού, βρέθηκαν 188 οξυπύθμενοι αμφορείς, τοποθετημένοι ανάποδα και αλειμμένοι με πίσσα από λίμνη, ώστε όταν βρέχει να απορροφούν την υγρασία», λέει ο Αντώνης Ιωαννίδης, δείχνοντας τους αυθεντικούς αμφορείς, στο ακριβές σημείο όπου βρέθηκαν σε εξαιρετική κατάσταση. Στο μεταξύ και στα υπόλοιπα σπίτια είναι εμφανείς οι υποδοχές για τις σωληνώσεις, μέσω των οποίων έφευγαν τα νερά.
Σε άλλο σπίτι μας προέτρεψε να παρατηρήσουμε τον τοίχο, ο οποίος είναι σοβατισμένος και ζωγραφισμένος, αφού διασώζεται τόσο το κονίαμα όσο και το κόκκινο χρώμα, ενώ σε τρία σημεία πάνω στα τείχη, εμφανέστατες είναι επιγραφές με ελληνικά γράμματα όπου αναφέρονται δύο ονόματα, πιθανότατα σημαινόντων ατόμων για την πόλη.
Μεταξύ άλλων βρέθηκαν εργαστήρια που έψηναν πηλό, αφού φαίνεται ο κλίβανος όπου οι κεραμείς έψηναν τα αγγεία τους. «Το ψήσιμο αναλάμβανε ο βοηθός του κεραμέα και αυτό γινόταν ταυτόχρονα για δεκάδες ή εκατοντάδες αγγεία. Ευθύνη του ήταν να κρατά τη φωτιά σταθερή στους 900 βαθμούς Κελσίου, διότι αν ήταν πιο χαμηλή θα έβγαιναν ωμά, ενώ αν ήταν πιο υψηλή θα έσπαζαν και θα πήγαινε χαμένος όλος ο κόπος του κεραμέα», αναφέρει ο κ. Ιωαννίδης, υπογραμμίζοντας την τεράστια ευθύνη του βοηθού. Μάλιστα, όπως σημειώνει, σύγχρονοι Έλληνες και Βούλγαροι επιστήμονες προσπάθησαν να ψήσουν αγγεία με την τεχνική των αρχαίων Ελλήνων, αλλά δεν κατάφεραν να πετύχουν την ίδια ποιότητα.
Η μικρογραφία της Αγιά Σοφιάς ή αλλιώς ο Παρθενώνας της Θράκης
Ένα βυζαντινό μοναστήρι, που ιδρύθηκε περίπου το 1152 μ.Χ. στέκεται ακόμη και σήμερα επιβλητικά, στις Φέρες, 30 χιλιόμετρα μακριά από την πόλη της Αλεξανδρούπολης και θυμίζει πολύ την Αγιά Σοφιά της Κωνσταντινούπολης. Πρόκειται για τη Μονή της Παναγίας της Κοσμοσώτειρας, την οποία έχτισε ο Ισαάκιος Κομνηνός, γιος του βυζαντινού αυτοκράτορα Αλέξιου Κομνηνού, ο οποίος δεν κατάφερε μετά το θάνατο του πατέρα του να αναλάβει τα ηνία της αυτοκρατορίας και αποφάσισε να αφιερωθεί στην Παναγία. «Έχτισε λοιπόν ένα μοναστήρι, με ισχυρά, βυζαντινά τείχη, με κελιά, τράπεζα, αποθηκευτικούς χώρους και στο κέντρο του το καθολικό της μονής, όπου υπήρχε και οδός διαφυγής που οδηγούσε στο Δέλτα του Έβρου, εξηγεί ο κ. Ιωαννίδης. Η Μονή λειτουργούσε ως μοναστηριακό συγκρότημα περίπου μέχρι τα μέσα του 14ου αιώνα, αλλά όταν ήρθαν οι Τούρκοι γκρέμισαν τα τείχη και τα περισσότερα κτίσματά της και το μετέτρεψαν σε οθωμανικό τέμενος. «Στα μέρη που προσεύχονται οι μουσουλμάνοι απαγορεύεται να υπάρχουν μορφές ανθρώπων ή ζώων, οπότε ασβέστωσαν τις αγιογραφίες, σοβάτισαν και μετά ζωγράφισαν από πάνω διάφορα μοτίβα», προσθέτει ο ίδιος.
Όταν απελευθερώθηκε η περιοχή το 1919, όλοι νόμιζαν ότι επρόκειτο για ένα τζαμί, αλλά σκάβοντας στον τοίχο φάνηκε μία από τις πιο ωραίες βυζαντινές τοιχογραφίες, με πολλά χρώματα, η καλύτερα σωζόμενη έως σήμερα, ηλικίας σχεδόν 900 ετών. «Το μνημείο ήταν χριστιανικός ναός για 200 χρόνια στην αρχή και 100 στο τέλος και ενδιάμεσα για 600 χρόνια τζαμί, που σημαίνει ότι στη διάρκεια της ζωής του ήταν περισσότερο μουσουλμανικό τέμενος παρά χριστιανικός ναός. Έτσι λοιπόν το Υπουργείο Πολιτισμού άφησε και τα δύο στοιχεία, τόσο το βυζαντινό όσο και το οθωμανικό», τονίζει ο ξεναγός.
Μάλιστα, πιθανολογείται ότι εκεί τάφηκε και ο Βυζαντινός πρίγκιπας/σεβαστοκράτορας, αφού στο σημείο βρέθηκε μαρμάρινη επιγραφή που γράφει «ενθάδε κείται ο κτήτωρ του ναού Ισαάκιος Κομνηνός», ωστόσο δεν έχουν ακόμα γίνει ανασκαφές για να το επιβεβαιώσουν.
Μουσεία που κάνουν την επίσκεψη …εμπειρία
Ανάμεσα στα οκτώ μουσεία που λειτουργούν στον δήμο Αλεξανδρούπολης, επισκεφτήκαμε το Λαογραφικό Μουσείο Καππαδοκικής Εστίας και το Εθνολογικό Μουσείο Θράκης και ανακαλύψαμε την ιστορία που κουβαλούν, όπως επίσης και το μεράκι των ανθρώπων που τα διαχειρίζονται και την έντονη ανάγκη τους να επικοινωνήσουν την ιστορία σε Έλληνες και ξένους επισκέπτες και κυρίως στις νέες γενιές, μέσα από πρωτότυπους και βιωματικούς τρόπους.
Το Εθνολογικό Μουσείο Θράκης ιδρύθηκε από την Αγγέλα Γιαννακίδου για να διατηρήσει την ιστορική μνήμη στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή της Θράκης. Στεγάζεται σε ένα πέτρινο νεοκλασικό κτίριο του 1899 στο κέντρο της πόλης και η συλλογή του αποτελείται από αντικείμενα του υλικού πολιτισμού των Θρακών. Κατά τη διάρκεια της ξενάγησης ο επισκέπτης μπορεί να αποκομίσει μια εικόνα της παραδοσιακής ζωής της Θράκης και ειδικότερα του νομού Έβρου από το τέλος του 17ου ως τις αρχές του 20ου αιώνα.
Αντίστοιχα, στον υπόγειο χώρο της Καππαδοκικής Εστίας, όπου λειτουργεί το Λαογραφικό της Μουσείο, ο επισκέπτης θα δει αναπαραστάσεις σπιτιών εκείνης της εποχής, το εσωτερικό τους, τις αυλόπορτες και τους αυλόγυρους, τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν και τις καθημερινές εργασίες που όφειλαν να κάνουν. Παράλληλα, εκτίθενται φορεσιές, παπλώματα και χαλιά που έφεραν οι πρόσφυγες, διάφορα βιβλία με την «καραμανλίδικη» γραφή, κοσμήματα, κειμήλια καθημερινών ανθρώπων, εγκόλπια και σταυρούς Μητροπολιτών, έπιπλα, φωτογραφίες και τέλος, το πανέμορφο παρεκκλήσι με τις εικόνες που σώθηκαν στον ξεριζωμό και συντηρήθηκαν με μεγάλη επιμέλεια από το σύλλογο Καππαδοκών Ν. Έβρου «Οι τρεις Ιεράρχες».
Το σύγχρονο ελαιοτριβείο με τις αιωνόβιες ελιές και η σύνδεσή τους με τον Κύκλωπα Πολύφημο
Στον πανάρχαιο ελαιώνα της Μάκρης, υπάρχουν στρέμματα από ελαιόδεντρα ηλικίας περίπου 2.500 ετών, στη σκιά τους μάλλον …ξεκουράστηκε ο Οδυσσέας και το λάδι τους έθρεψε τους Θράκες πολεμιστές, ωστόσο συνεχίζουν ακόμη και σήμερα να δίνουν απλόχερα το λάδι τους.
Το ελαιόλαδο Μάκρης μάλιστα ανήκει στον κατάλογο των τροφίμων της ΕΕ με Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης (ΠΟΠ) και πρόκειται για παρθένο ελαιόλαδο με μοναδική γεύση που προέρχεται από μια ποικιλία ελιάς με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, από τους αιωνόβιους ελαιώνες.
Κάπου εκεί λειτουργεί και το επισκέψιμο ελαιοτριβείο Κύκλωπας, που είναι στην ουσία μια οικογενειακή επιχείρηση που ξεκίνησε την πορεία της αρκετές γενιές πίσω και σήμερα καλλιεργεί 12.000 ελαιόδεντρα και 2.000 βιολογικής καλλιέργειας της τοπικής ποικιλίας και παράγει το πιο βραβευμένο εξαιρετικό παρθένο στην Ελλάδα.
Την ονομασία Κύκλωπας την πήρε, διότι πολύ κοντά στο ελαιοτριβείο είναι η σπηλιά του Πολύφημου, γιου του θεού Ποσειδώνα και της νύμφης Θοώσης, που μέθυσε με Μαρωνίτικο κρασί που τον κέρασε ο Οδυσσέας και στο τέλος τυφλώθηκε από τον ήρωα του Ομήρου.
Έτσι λοιπόν, μετά την επίσκεψη στο ελαιοτριβείο που βρίσκεται μέσα σε έναν από τους αρχαιότερους ελαιώνες της Μεσογείου, ο επισκέπτης μπορεί να επισκεφθεί τη σπηλιά με τους δύο χώρους και να δει τους τεράστιους βράχους, που λέγεται ότι είναι αυτοί που πέταξε ο Κύκλωπας από το θυμό του, ψάχνοντας για τον …Κανένα. Ακριβώς δίπλα μάλιστα, βρίσκονται τα ίχνη ενός νεολιθικού οικισμού, από τους σημαντικότερους της Βαλκανικής, χρονολογίας περίπου στα 4.500 π.Χ..
Βαρβάρα Καζαντζίδου ΑΠΕ-ΜΠΕ