Το ιστορικό της ασπαρτάμης.
Παρά τα “περιορισμένα στοιχεία” για καρκινογένεση στον άνθρωπο, ο ΠΟΥ ταξινόμησε την ασπαρτάμη ως πιθανώς καρκινογόνο για τον άνθρωπο και η JECFA επιβεβαίωσε την αποδεκτή ημερήσια πρόσληψη σε 40 mg/kg σωματικού βάρους. Πράγμα που σημαίνει πως ένας καταναλωτής 60-70 κιλών θα πρέπει να καταναλώνει 9 έως 14 κουτάκια αναψυκτικών για να την ξεπεράσει. Δεν πρότεινε ωστόσο την ολική αφαίρεση της ουσίας, αλλά τη ρύθμιση ποσοτήτων από τους παραγωγούς και την ελεγχόμενη πρόσληψη από τους καταναλωτές, αφού ουσιαστικά η εκτεταμένη κατανάλωση της είναι αυτή που μπορεί να εγκυμονεί κινδύνους.
Εκτός όμως από το πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί τον τελευταίο καιρό με την ασπαρτάμη και τις πιθανές επιπτώσεις στην υγεία, το γλυκαντικό μόλις δημιουργήθηκε, έλυσε ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα: Την μείωση στην πρόσληψη ζάχαρης. Το γεγονός πως διαθέτει τις ίδιες θερμίδες με τη ζάχαρη αλλά είναι 200 φορές πιο γλυκιά, της επιτρέπει να διαθέτει την ίδια γλυκύτητα σε πολύ λιγότερη ποσότητα. Ωστόσο δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε τρόφιμα και ροφήματα που ζεσταίνονται ή ψήνονται, καθώς με τη θερμότητα χάνει μέρος της γλυκύτητάς της. Η επαναστατική αυτή αναλογία σε συνδυασμό με την κυκλοφορία της ως συστατικό στην Coca- cola το 1983, έκανε την ασπαρτάμη να μεσουρανεί στη βιομηχανία τροφίμων για σχεδόν μια δεκαετία, αφού αντικατέστησε σχεδόν μισό δισ. κιλά ζάχαρης.
Όλα ξεκίνησαν όμως το 1965, όταν ο Αμερικανός ερευνητής φαρμάκων στο G.D. Searle and Co, James Schlatter, ενώ εργαζόταν σε ένα φάρμακο κατά του έλκους, έχυσε κατά λάθος λίγο ασπαρτάμη στο χέρι του. Θεωρώντας ότι το υλικό δεν ήταν τοξικό, έκανε τη δουλειά του χωρίς να τα ξεπλύνει. Όταν αργότερα έγλειψε τα δάχτυλα του για να πιάσει ένα κομμάτι χαρτί, ανακάλυψε τη γλυκιά της γεύση. Αυτή η αρχική ανακάλυψη οδήγησε την εταιρεία να εξετάσει εκατοντάδες τροποποιημένες εκδόσεις της ασπαρτάμης. Ωστόσο, κανένα από αυτά τα υλικά δεν προσέφερε όλα τα πλεονεκτήματα που βρέθηκαν στην αρχική ένωση, συμπεριλαμβανομένης της οικονομικής κατασκευής, της εξαιρετικής ποιότητας και της ισχύς γεύσης, των φυσικών μεταβολικών οδών για την πέψη, της εξαιρετικής σταθερότητας και της πολύ χαμηλής τοξικότητας. Κατά συνέπεια, στην εταιρία χορηγήθηκε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας έως και το 1992, που έκτοτε ήταν διαθέσιμη σε κάθε εταιρία που ήθελε να τη χρησιμοποιήσει.
Η έγκριση της από το FDA για τη χρήση της ως γλυκαντικό, δόθηκε το 1980, παρόλο που είχαν δημιουργηθεί κάποιες διαμάχες σχετικά με την ασφάλειά της από την εισαγωγή της. Ωστόσο οι περισσότερες από αυτές τις ανησυχίες σταμάτησαν στα τέλη του 1984, όταν μετά από διερεύνηση διαφόρων καταγγελιών σχετικά με την ασπαρτάμη, ο FDA και τα Κέντρα Ελέγχου Νοσημάτων κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η ουσία είναι ασφαλής και δεν αντιπροσωπεύει ευρέως διαδεδομένο κίνδυνο για την υγεία. Εκτός από τη χρήση της στις Ηνωμένες Πολιτείες, η ασπαρτάμη έχει επίσης εγκριθεί για χρήση σε περισσότερες από 93 ξένες χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας.
Η ασπαρτάμη προέρχεται κυρίως από ενώσεις που ονομάζονται αμινοξέα. Αυτές είναι χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνται από φυτά και ζώα για τη δημιουργία πρωτεϊνών που είναι απαραίτητες για τη ζωή. Από τα 20 αμινοξέα που απαντώνται στη φύση, δύο από αυτά, το ασπαρτικό οξύ και η φαινυλαλανίνη, χρησιμοποιούνται για την παρασκευή της ασπαρτάμης. Όλα τα μόρια αμινοξέων έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά. Αποτελούνται από μια αμινομάδα, μια καρβοξυλική ομάδα και μια πλευρική αλυσίδα. Η χημική φύση της πλευρικής αλυσίδας είναι αυτή που διαφοροποιεί τα διάφορα αμινοξέα. Ένα άλλο χαρακτηριστικό των αμινοξέων είναι η ικανότητα να σχηματίζουν διαφορετικές μοριακές διαμορφώσεις γνωστές ως ισομερή. Αυτά τα ισομερή χαρακτηρίζονται με τα γράμματα L και D. Η ασπαρτάμη αποτελείται μόνο από ισομερή L, L. Κανένας από τους άλλους συνδυασμούς ισομερών δεν έχει γλυκιά γεύση. Η γλυκιά γεύση της ασπαρτάμης δεν μπορούσε να προβλεφθεί κοιτάζοντας τα δύο αμινοξέα από τα οποία προέρχεται. Το L-ασπαρτικό οξύ έχει επίπεδη γεύση και η L-φαινυλαλανίνη έχει πικρή γεύση. Ωστόσο, όταν οι δύο ενώσεις συνδυάζονται χημικά και η L-φαινυλαλανίνη τροποποιείται ελαφρώς και επιτυγχάνεται μια γλυκιά γεύση.