Την επιτακτική ανάγκη εφαρμογής διαχειριστικών μέτρων, προγραμμάτων έγκαιρης προειδοποίησης και παύσης της συνεχούς επιβάρυνσης του υδρόβιου περιβάλλοντος, ώστε να επιτευχθεί η αναβίωση των υδατοκαλλιεργειών και να μην γίνουν τα παράλια της βόρειας Ελλάδας ένας αφιλόξενος χώρος για τα οστρακοειδή, υπογράμμισε, ο καθηγητής στο Εργαστήριο Φυσιολογίας Ζώων/Τμήμα Βιολογίας Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) Βασίλειος Μιχαηλίδης.
«Καταστρέφουμε τον παράδεισο των οστράκων, όλα τα παράλια της βόρειας Ελλάδας, που ευνοούν την καλλιέργεια των οστρακοειδών, όπως μύδια, γυαλιστερές, κυδώνια, αχιβάδες και στρείδια», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Μιχαηλίδης και πρόσθεσε: «στην καταστροφή αυτή, συμβάλλουν μεν οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στις υδατοκαλλιέργειες που φαίνονται πλέον εμφανώς, αλλά αρνητικά επιδρά και η ανθρωπογενής δραστηριότητα». Εάν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα και συνεχίσει η συχνότητα εμφάνισης των θερμικών κυμάτων (αύξηση θερμοκρασίας) στα θαλάσσια νερά, «θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να επαναφερθούν οι υδατοκαλλιέργειες στο αρχικό τους στάδιο», σημείωσε.
Κατά τον ίδιο, με τη συνεννόηση όλων των εμπλεκομένων να μην ρυπαίνουν τον Θερμαϊκό κόλπο, με την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ παραγωγών κι επιστημόνων «μπορούμε να μετριάσουμε τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και να δράσουμε έτσι έγκαιρα προς όφελος των οστρακοκαλλιεργητών, των τοπικών οικονομιών όπου δρουν, αλλά και της εθνικής οικονομίας».
Έλεγχος και παρακολούθηση, διαχείριση καλλιεργειών, εφαρμογή προγραμμάτων έγκαιρης προειδοποίησης όπως σε άλλες χώρες της ΕΕ και λήψη μέτρων από πλευράς πολιτείας, σε συνεργασία με επιστήμονες και παραγωγούς, «είναι τα κλειδιά για να παραμείνουμε σε ασφαλή νερά», επισήμανε.
Μεταξύ άλλων, μίλησε για την ανάγκη μελέτης των θαλάσσιων περιοχών που αρχίζουν να χαρακτηρίζονται ως θαλάσσια καταφύγια και έχουν τη δυνατότητα να δημιουργούν ένα σύστημα που δεν αφήνει να αλλοιωθεί η ιδιότητα κάποιου μέσου. «Αυτά τα θαλάσσια καταφύγια διατηρούν τα χαρακτηριστικά τους, έναντι άλλων περιοχών και μεταξύ άλλων, μέσα σε αυτά διατηρείται σταθερή η θερμοκρασία νερού», τόνισε.
Σχεδόν ολοκληρωτική η θνησιμότητα υδατοκαλλιεργειών στον Θερμαϊκό το 2021
Τη δυσμενή επίδραση της κλιματικής αλλαγής στις υδατοκαλλιέργειες, πιστοποιεί η σχεδόν ολοκληρωτική θνησιμότητα των υδατοκαλλιεργειών στον Θερμαϊκό κόλπο, αλλά και και σε άλλες περιοχές της βόρειας Ελλάδας, το καλοκαίρι του 2021. Όπως εξήγησε, τα μύδια πάνω από τους 26-27 βαθμούς Κελσίου αρχίζουν να στρεσάρονται και το καλοκαίρι του 2021 η θερμοκρασία κυμάνθηκε από 30-31 βαθμούς Κελσίου.
Βέβαια, όπως έσπευσε να επισημάνει, «δεν είναι ακριβώς η θερμοκρασία που οδηγεί στη θνησιμότητα των οστράκων, όσο κυρίως η ένταση της διάρκειας και συχνότητας των στρεσογόνων γεγονότων -αύξηση της θερμοκρασίας του νερού- που εκδηλώνονται λόγω της κλιματικής αλλαγής». Πρόσθεσε δε, ότι «δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια είναι συνεχώς και πιο παρατεταμένες οι συνθήκες στρες για τα όστρακα, αφού εμφανίζονται όλο και πιο συχνά τα θερμικά κύματα, που διαρκούν και περισσότερο».
Αναφερόμενος στην οικολογική πίεση που δέχονται οι υδροβιότοποι, ο κ. Μιχαηλίδης επισήμανε ενδεικτικά ότι στον Θερμαϊκό Κόλπο πέφτουν τα νερά από τρία ποτάμια, παρασέρνοντας από το χερσαίο έδαφος χημικές ουσίες από αρδεύσεις καλλιεργειών, έχουμε την αστικοποίηση, τα λύματα που πέφτουν στη θάλασσα και το λιμάνι. «Όλα τα προαναφερόμενα», επισήμανε, «μειώνουν αισθητά την αντοχή του όποιου ζωντανού οργανισμού σε κάποιο στρεσογόνο παράγοντα». Πρόσθεσε δε, ότι την ίδια στιγμή ευνοούν και την ανάπτυξη πολλών παθογόνων οργανισμών, «με αποτέλεσμα να κλείνει όλο και πιο συχνά ο Θερμαϊκός Κόλπος».
Οι παραπάνω δηλώσεις έγιναν στο περιθώριο της διημερίδας με τίτλο «Κλιματική αλλαγή: Επιπτώσεις στην πρωτογενή παραγωγή και στο φυσικό περιβάλλον (Φυσικές Καταστροφές, Φυτική και Ζωική Παραγωγή, Ενιαία Υγεία)», που διοργάνωσαν, στη Θεσσαλονίκη, το Διεπιστημονικό Κέντρο Αγροδιατροφής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, σε συνεργασία με το Παράρτημα Κεντρικής Μακεδονίας του Γεωτεχνικού Επιμελητήριου Ελλάδας (ΓΕΩΤ.Ε.Ε.), υπό την αιγίδα του ΑΠΘ και της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας.
Πηγή: ΑΠΕ