Διερεύνηση των αντιλήψεων των καταναλωτών και αλλαγή των προτύπων κατανάλωσης για την καπνιστή πάπρικα.
Τα τελευταία χρόνια, οι τάσεις στην κατανάλωση τροφίμων έχουν παρουσιάσει αλλαγές που προκύπτουν από παράγοντες όπως τα νέα εργασιακά πρότυπα, το εισόδημα και ο διαθέσιμος χρόνος των καταναλωτών. Πολλές μελέτες αποκαλύπτουν ότι οι τρέχουσες τάσεις των καταναλωτών, ειδικά στις αστικές περιοχές, (η προτίμηση για προϊόντα διατροφής που απαιτούν λίγη προετοιμασία, η αύξηση της αγοράς έτοιμων μαγειρεμένων γευμάτων και η συχνότερη χρήση τροφίμων που παραδίδονται στο σπίτι) παραμερίζουν την κατανάλωση πιο παραδοσιακών προϊόντων διατροφής, που έχουν σημαντικό ρόλο στις παραδόσεις διαφορετικών πολιτισμών και περιοχών.
Ανάμεσα στα πιο συνηθισμένα στοιχεία της παραδοσιακής κουζίνας είναι τα μπαχαρικά, τα οποία χρησιμοποιούνται ευρέως για να δώσουν γεύση και χρώμα στα πιάτα. Ωστόσο, προηγούμενες μελέτες που αναλύουν εάν οι νέες τάσεις των καταναλωτών έχουν επηρεάσει τη χρήση τους είναι σπάνιες. Η χρήση των μπαχαρικών ποικίλλει σημαντικά από χώρα σε χώρα και από περιοχή σε περιοχή, με τα πιο συχνά χρησιμοποιούμενα στην Νότια Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, να είναι η πάπρικα, η ρίγανη, το κύμινο, το πιπέρι, το θυμάρι, το δεντρολίβανο και ο βασιλικός.
Η πάπρικα βρέθηκε στο επίκεντρο Ισπανικής μελέτης που δημοσιεύθτηκε στο περιοδικό Foods του mdpi στο Ειδικό Τεύχος Εξερεύνηση της Άνοδος των Εναλλακτικών Τροφίμων: Μια Προοπτική Συμπεριφοράς Καταναλωτή. Η μελέτη ανέλυσε τις αντιλήψεις των Ισπανών καταναλωτών για την πάπρικα ως παραδοσιακό προϊόν διατροφής, καθώς και την κατά κεφαλήν κατανάλωση αυτού του μπαχαρικού.
Η Ισπανία είναι ο τρίτος σημαντικότερος παραγωγός κόκκινης πιπεριάς για πάπρικας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μετά τη Ρουμανία και την Ουγγαρία, παράγοντας πάνω από 6600 τόνους με αξία 20,6 εκατ. ευρώ την περίοδο μεταξύ 2016 και 2020. Η καπνιστή πάπρικα La Vera είναι ένα παραδοσιακό ισπανικό προϊόν του οποίου η ποιότητα και τα χαρακτηριστικά, που συνδέονται με το γεωγραφικό του περιβάλλον, διατηρούνται από την Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης Pimentón de La Vera (ΠΟΠ). Ο κύριος σκοπός αυτής της έρευνας ήταν να προσδιορίσει εάν οι νέες τάσεις και συνήθειες κατανάλωσης τροφίμων έχουν επηρεάσει την κατανάλωση παραδοσιακών προϊόντων διατροφής όπως η καπνιστή πάπρικα Pimentón de La Vera. Οι ερευνητές ανέλυσαν την κατανάλωση πάπρικας και καπνιστής πάπρικας ανά κάτοικο ανά έτος στην Ισπανία, λαμβάνοντας υπόψη τη χρήση αυτού του μπαχαρικού σε πιάτα που μαγειρεύονται στο σπίτι και σε εστιατόρια, καθώς και στην παραγωγή ξηρών προϊόντων κρέατος. Τα ευρήματα έδειξαν ότι η μέση κατανάλωση πάπρικας ήταν 154,5 gr/άτομο και καπνιστής πάπρικας 122,16 gr/ άτομο ετησίως. Αν και οι γενικές αντιλήψεις των καταναλωτών για αυτό το μπαχαρικό ήταν γενικά θετικές, αποδείχθηκαν λιγότερο θετικές μεταξύ των νέων και των κατοίκων των μεγάλων πόλεων, των οποίων η κατανάλωση του μπαχαρικού ήταν επίσης χαμηλότερη. Η συνολική κατανάλωση πάπρικας αναλύεται στην πάπρικα που καταναλώνεται απευθείας σε μαγειρευτά τρόφιμα (62,9%) και σε αυτή που καταναλώνεται έμμεσα λόγω της πρόσληψης χοιρινών αλλαντικών που χρησιμοποιούν πάπρικα ως αρωματικό και συντηρητικό (37,1%)
Τα ευρήματα αποκάλυψαν επίσης ότι όσο μικρότερο είναι το μέγεθος της πόλης, τόσο μεγαλύτερη είναι η κατανάλωση πάπρικας, είτε είναι κοινή είτε καπνιστή πάπρικα. Όσον αφορά τις μεταβλητές ηλικίας και εισοδήματος, όσο νεότερος είναι ο καταναλωτής ή όσο χαμηλότερο είναι το επίπεδο εισοδήματος, τόσο χαμηλότερη είναι η κατανάλωση και των δύο τύπων πάπρικας. Ωστόσο, το επίπεδο κατανάλωσης μειώνεται επίσης μεταξύ των ερωτηθέντων άνω των 65 ετών ή μεταξύ εκείνων των οποίων το εισόδημα υπερβαίνει τα 3000 ευρώ/μήνα. Τέλος, υπάρχουν πολύ σημαντικές στατιστικές διαφορές μεταξύ της κατανάλωσης πάπρικας, καπνιστή ή όχι, και του μεγέθους των οικογενειών, δεδομένου ότι όσο μικρότερο είναι το μέγεθος της οικογενειακής μονάδας, τόσο μεγαλύτερη είναι η κατανάλωση αυτού του μπαχαρικού.
Αυτά τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν την αλλαγή στα πρότυπα κατανάλωσης τροφίμων, όπου τα προϊόντα που παρασκευάζονται με παραδοσιακές μεθόδους χάνουν την παρουσία και την ανταγωνιστικότητα μεταξύ των σύγχρονων καταναλωτών. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για μελλοντική έρευνα σχετικά με τη διατήρηση και τη βιωσιμότητα των αγροτικών περιοχών, καθώς και για το σχεδιασμό στρατηγικών και πολιτικών μάρκετινγκ που θα μπορούσαν να βοηθήσουν τις παραδοσιακές εταιρείες αγροδιατροφής.
Για να διαβάσετε ολόκληρη τη μελέτη πατήστε ΕΔΩ.