Ένα πολλά υποσχόμενο βήμα προς ένα πιο βιώσιμο σύστημα τροφίμων.
Επιστήμονες από το Tecnológico de Monterrey, σε συνεργασία με το Τεχνικό Πανεπιστήμιο της Δανίας (DTU), παρουσίασαν μια καινοτομία που θα μπορούσε να αλλάξει το τοπίο της διατροφής και της βιωσιμότητας. Η έρευνά τους μετατρέπει τον ορό γάλακτος, ένα υποπροϊόν της παραγωγής τυριού, σε μονοκυτταρική πρωτεΐνη (SCP) μέσω μικροβιακής ζύμωσης, προσφέροντας μια βιώσιμη και καινοτόμο λύση σε σχέση με τις παραδοσιακές πηγές πρωτεΐνης.
Κάθε χρόνο, εκατομμύρια τόνοι ορού γάλακτος απορρίπτονται, μολύνοντας τις υδάτινες οδούς και σπαταλώντας πολύτιμα θρεπτικά συστατικά. Αυτή η νέα προσέγγιση χρησιμοποιεί ζύμωση ακριβείας για τη διάσπαση της λακτόζης και τη μετατροπή της σε βιομάζα πλούσια σε πρωτεΐνες. Η διαδικασία αξιοποιεί φυσικές μικροβιακές κοινότητες, όπως ζυμομύκητες και βακτήρια, αποφεύγοντας τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς, γεγονός που την καθιστά πιο αποδεκτή και εύκολη στην κλιμάκωση.

Ο Dr. Mario Antonio Torres Acosta, επικεφαλής ερευνητής, εξηγεί ότι οι μικροοργανισμοί λειτουργούν καλύτερα σε κοινότητες, όπου συμπληρώνουν ο ένας τις λειτουργίες του άλλου, και υπογραμμίζει πως αξιοποιώντας αυτή τη φυσική συνέργεια, μπορούν να μετατρέψουν τα απόβλητα σε πολύτιμες πρωτεΐνες με βιώσιμο τρόπο.
Η καινοτόμος αυτή μέθοδος δίνει λύση σε ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της γαλακτοβιομηχανίας, καθώς σχεδόν το ήμισυ του παραγόμενου ορού γάλακτος απορρίπτεται, προκαλώντας σοβαρή ρύπανση. Στο Μεξικό, περιοχές όπως το Veracruz και το Chiapas αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα απόρριψης, με πάνω από 100.000 λίτρα ορού γάλακτος να αποβάλλονται καθημερινά, μειώνοντας το οξυγόνο στα ποτάμια και βλάπτοντας την υδρόβια ζωή.
Με τη ζήτηση για πρωτεΐνες να αυξάνεται συνεχώς, η SCP αναδεικνύεται ως μια ελκυστική λύση, καθώς είναι πλούσια σε απαραίτητα αμινοξέα, συγκρίσιμη με τις πρωτεΐνες κρέατος και γαλακτοκομικών προϊόντων, ενώ έχει ουδέτερη γεύση, γεγονός που διευκολύνει την ενσωμάτωσή της σε διάφορα τρόφιμα.
Επιπλέον, η παραγωγή SCP είναι οικονομικά αποδοτική, με κόστος περίπου 1.600 δολάρια ανά τόνο, ενώ η εμπορική της αξία κυμαίνεται από 5.000 έως 7.000 δολάρια ανά τόνο, καθιστώντας την ανταγωνιστική σε σχέση με το βόειο κρέας, του οποίου το κόστος ανέρχεται σε περίπου 10.000 δολάρια ανά τόνο.
Παράλληλα, οι περιβαλλοντικές της επιπτώσεις είναι αισθητά μειωμένες, καθώς απαιτεί λιγότερη γη και νερό και παράγει λιγότερες εκπομπές σε σύγκριση με την παραδοσιακή κτηνοτροφία. Ο Dr Alberto Santos Delgado, διευθυντής της πλατφόρμας πληροφορικής στο Κέντρο Βιοβιωσιμότητας του Ιδρύματος Novo Nordisk στο DTU, υπογραμμίζει ότι με την ενσωμάτωση της βιοτεχνολογίας, της υπολογιστικής μοντελοποίησης και της ζύμωσης ακριβείας, δημιουργήθηκε μια αποδοτική και επεκτάσιμη διαδικασία για τη βιώσιμη παραγωγή πρωτεϊνών.