Είναι οι πρωτεΐνες κρέατος καλλιεργούμενου στο εργαστήριο θησαυρός ή άνθρακας; Το παράδειγμα της Σιγκαπούρης δίνει πολλές ενδείξεις πως η βιομηχανία χρειάζεται ακόμα περισσότερο χρόνο για να εξαπλωθεί.
Οι εναλλακτικές πρωτεΐνες είναι γεγονός ότι κάνουν πολύ “θόρυβο” τα τελευταία χρόνια, ειδικά το κρέας εργαστηρίου (καλλιεργούμενο), αλλά ένα βασικό ερώτημα που προκύπτει είναι αν στην πράξη είναι τόσο δημοφιλείς όσο ακούγεται πως είναι.
Τα παραδείγματα “καλωσορίσματος” των καλλιεργούμενων κρεάτων στην αγορά είναι το εστιατόριο Huber’s Butchery στη Σιγκαπούρη. Στην πραγματικότητα, είναι το μοναδικό εστιατόριο στον κόσμο που πουλά κρέας φτιαγμένο στο εργαστήριο, ενώ η πόλη – κράτος έχει εδώ και 2 χρόνια δώσει το “πράσινο φως” στην ανθρώπινη κατανάλωση καλλιεργούμενου κρέατος.
Ωστόσο, ακόμα και στο Huber’s Butchery η προσφορά είναι περιορισμένη. Στην πραγματικότητα, αν επισκεφθεί κανείς το εστιατόριο θα βρει μόνο έξι μερίδες καλλιεργημένο κοτόπουλο σε σαλάτα ή σε ξυλάκια κεμπάπ και αυτό αποκλειστικά τις Πέμπτες. “Προσπάθησα να αγοράσω μερικά (προϊόντα καλλιεργούμενου κοτόπουλου από την Εat Just’s) για να δοκιμάσω όταν ήμουν εκεί, αλλά μου είπαν ότι πωλούνταν μόνο σε ένα μόνο εστιατόριο και δεν ήταν πάντα στο μενού. Ως εκ τούτου, φαίνεται περισσότερο ως διαφημιστική εκστρατεία από οτιδήποτε άλλο ριζοσπαστικό όσον αφορά την αλλαγή στο σύστημα τροφίμων της Σιγκαπούρης”, είναι η εμπειρία του καθηγητή Chris Elliott σε κείμενο που έγραψε για λογαριασμό του New Food Magazine.
Και πράγματι, μέχρι στιγμής, η startup με βάση τις ΗΠΑ, Eat Just’s, και το εργαστηριακό της κοτόπουλο είναι το μόνο προϊόν καλλιεργούμενου κρέατος στο μενού του Huber. Αλλά γιατί τόσο αργή πρόοδος, ειδικά σε μια χώρα που από το 2022 έχει προσελκύσει περίπου 30 εταιρείες εναλλακτικών πρωτεϊνών, προκειμένου να βελτιώσει την επισιτιστική της ασφάλεια;
Σε ρεπορτάζ του Reuters αναφέρεται πως η αργή πρόοδος οφείλεται κυρίως στο υψηλό κόστος παραγωγής και υπογραμμίζει τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η βιομηχανία που επιδιώκει να καλύψει τη ζήτηση για εναλλακτική πρωτεΐνη χωρίς να χρειάζεται ούτε η θανάτωση ζώων ούτε περαιτέρω περιβαλλοντική μόλυνση.
Στο ίδιο ρεπορτάζ, ο Didier Toubia, διευθύνων σύμβουλος της ισραηλινής Aleph Farms, η οποία παράγει καλλιεργούμενη μοσχαρίσια μπριζόλα αναφέρει πως τα εμπόδια στην τεχνολογία και στην είσοδο του εργαστηριακού κρέατος στην αγορά είναι υψηλότερα από το κρέας φυτικής προέλευσης. Αν σκεφτεί κανείς ότι το πρώτο προέρχεται από μικρά δείγματα κυττάρων από ζώα, τα οποία στη συνέχεια τρέφονται με θρεπτικά συστατικά, αναπτύσσονται σε βιοαντιδραστήρες και – μετά από επεξεργασία- καταλήγουν σε ένα προϊόν πολύ κοντά γευστικά στο κρέας, δεν προκαλεί εντύπωση που οι δυσκολίες και τα εμπόδια είναι περισσότερα.
Βέβαια, με την τεχνολογική πρόοδο, πολλές από τις εταιρείες δηλώνουν πως πράγματι έχουν πετύχει ως και 90% μείωση του κόστους παραγωγής. Η Eat Just και η Avant Meats, για παράδειγμα, έχουν αντικαταστήσει τον εμβρυακό βόειο ορό στο αίμα των μωρών αγελάδων με θρεπτικά συστατικά για την παραγωγή καλλιεργούμενων κρέατος. Αλλά ακόμα και υπό αυτές τις μειώσεις, το κόστος παραμένει υψηλό. Οι εταιρείες μειώνουν τις τιμές λιανικής για να δελεάσουν περισσότερους πελάτες, με την Huber’s να ένα γεύμα καλλιεργημένο κοτόπουλο για περίπου 13 ευρώ, το οποίο τελικά “βάζει μέσα” τους παραγωγούς.
Ωστόσο, υπάρχουν εταιρείες που έχουν ανακαλύψει τη χρυσή τομή στην σχέση κόστος- παραγωγή. Η Avant Meats με έδρα το Χονγκ Κονγκ, παρασκευάζει καλλιεργημένο ψάρι με το ίδιο κόστος που έχει το ψάρεμα και αναμένει ότι θα είναι σε θέση να το πουλήσει περίπου στην ίδια τιμή με το φυσικό προϊόν. Η εταιρεία αναμένει ρυθμιστική έγκριση από τη Σιγκαπούρη για το προϊόν Fish Maw και σχεδιάζει να κατασκευάσει ένα πιλοτικό εργοστάσιο για να ξεκινήσει να το κατασκευάζει στις αρχές του 2024.