Οι καταναλωτές μπερδεύονται με τις ημερομηνίες στα τρόφιμα και θεωρούν το φαγητό έξω πιο επικίνδυνο για τροφικές δηλητηριάσεις.
Τα τελευταία χρόνια όλο και αυξάνονται οι βιομηχανίες και λιανοπωλητές που αλλάζουν τις ημερομηνίες λήξης «χρήση έως» (use by) με ημερομηνίες «καλύτερα πριν από» (Best Before). Στην πρώτη περίπτωση διακυβεύεται η ασφάλεια του τροφίμου. Δηλαδή η κατανάλωσή του μετά από αυτή την ημερομηνία ενέχει κίνδυνο για την υγεία του καταναλωτή. Η δεύτερη «καλύτερα πριν από» είναι περισσότερο συμβουλευτική και αφορά σε τρόφιμα που δεν θα χαλάσουν και δεν αποτελούν κίνδυνο, αλλά ενδεχομένως μετά από αυτή την ημερομηνία να υποβαθμιστεί η ποιότητα τους, η γεύση τους ή το χρώμα τους.
Αυτές όμως οι διαφορές (ακόμα) δεν είναι κατανοητές από τους καταναλωτές, προκαλούν σύγχυση και οδηγούν σε σπατάλη τροφίμων όμως επιβεβαίωσε μελέτη σε 1200 καταναλωτές από το Center for Food Demand Analysis and Sustainability του Πανεπιστημίου Purdue, που αξιολόγησε τις δαπάνες τροφίμων, την ικανοποίηση και τις αξίες των καταναλωτών, την υποστήριξη από γεωργικές και επισιτιστικές πολιτικές και την εμπιστοσύνη σε πηγές πληροφοριών.
Ο επικεφαλής συγγραφέας της έκθεσης, Joseph Balagtas, καθηγητής του agricultural economy στο Purdue και διευθυντής του CFDAS αποκάλυψε πως «περισσότεροι από τους μισούς καταναλωτές συνδέουν και τις δύο ημερομηνίες «καλύτερης χρήσης έως» και «χρήση έως» με την ασφάλεια των τροφίμων, ενώ πάνω από το 30% πιστεύει ότι αυτές οι ετικέτες σχετίζονται με την ποιότητα των τροφίμων. Αυτό το πρόβλημα πληροφόρησης είναι ένα είδος αποτυχίας της αγοράς και οδηγεί σε σπατάλη».
Η έρευνα εξέτασε επίσης τις αντιλήψεις των καταναλωτών για τους κινδύνους τροφιμογενών ασθενειών. Οι στάσεις για τον κίνδυνο των τροφίμων χωρίζονται σε τρεις ομάδες: ευαισθησία προς τον κίνδυνο, ουδέτερη ως προς τον κίνδυνο και φιλική προς τον κίνδυνο.
«Διαπιστώσαμε ότι οι καταναλωτές πιστεύουν ότι ο κίνδυνος να προσβληθούν από τροφιμογενή ασθένεια είναι υψηλότερος όταν τρώνε φαγητό σε ένα εστιατόριο σε σύγκριση με το φαγητό που μαγειρεύουν οι ίδιοι στο σπίτι, κάτι που συνάδει με τα δεδομένα για τη συχνότητα της τροφιμογενούς ασθένειας», είπε ο Balagtas. «Επομένως, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι βλέπουμε επίσης ότι οι καταναλωτές που είναι πιο συντηρητικοί όσον αφορά το φαγητό τους, τρώνε σπιτικά γεύματα πιο συχνά από τους καταναλωτές που είναι πρόθυμοι να αναλάβουν περισσότερους κινδύνους».
Ζητήθηκε επίσης από τους καταναλωτές να θυμηθούν τις διατροφικές τους συμπεριφορές τον τελευταίο μήνα. «Εκείνοι που ταξινομούνται ως ριψοκίνδυνοι ανέφεραν ότι τρώνε φρούτα και λαχανικά χωρίς να τα πλένουν, τρώνε μισοψημένα (rare) κρέας και ωμή ζύμη ή κουρκούτι πιο συχνά από εκείνους που υπολογίζουν τους κινδύνους», είπε ο Elijah Bryant, αναλυτής έρευνας στο κέντρο και συν-συγγραφέας της μελέτης.
Είναι επίσης ενδιαφέρον πως οι πιο συντηρητικοί στο θέμα του κινδύνου δεν πιστεύουν σε ισχυρισμούς οφελών και υγείας για μη συμβατικά είδη διατροφής όπως τα βιολογικά τρόφιμα, το φυτικό γάλα και τα τρόφιμα χωρίς γλουτένη.