Νέα μελέτη αποκαλύπτει τον ρόλο της πρωτεΐνης CD2AP και ανοίγει δρόμους για στοχευμένες θεραπείες.
Μια νέα επιστημονική ανακάλυψη από το Πανεπιστήμιο του Κάλγκαρι ανατρέπει τα δεδομένα για τη νόσο του Αλτσχάιμερ (ΝΑ), εστιάζοντας στα αιμοφόρα αγγεία του εγκεφάλου αντί για τις πρωτεϊνικές πλάκες και τους δεσμούς που μέχρι τώρα θεωρούνταν οι κύριοι ένοχοι. Η πρωτεΐνη CD2AP, που βρέθηκε να έχει μειωμένα επίπεδα στα εγκεφαλικά αγγεία των ασθενών με Αλτσχάιμερ, φαίνεται να παίζει καθοριστικό ρόλο στην εμφάνιση και εξέλιξη της ασθένειας.

Η έρευνα, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Neuron, πραγματοποιήθηκε από μια διεθνή ομάδα ερευνητών με επικεφαλής τον καθηγητή Minh Dang Nguyen, ο οποίος υπηρετεί στο Τμήμα Κλινικών Νευροεπιστημών και είναι μέλος του Ινστιτούτου Εγκεφάλου Hotchkiss της Ιατρικής Σχολής Cumming. Ο Nguyen χρησιμοποιεί μια αναλογία για να περιγράψει το εγκεφαλοαγγειακό σύστημα ως ένα δέντρο με πολύπλοκους κλάδους -αρτηρίες, τριχοειδή αγγεία και φλέβες- που παρέχουν τα απαραίτητα θρεπτικά συστατικά στον εγκέφαλο. Στην περίπτωση των ασθενών με Αλτσχάιμερ, αυτό το σύστημα δυσλειτουργεί, καθιστώντας τον εγκέφαλο ευάλωτο σε αγγειακές διαταραχές, όπως η αρτηριοσκλήρωση και ο διαβήτης.
Σύμφωνα με τη μελέτη, τα μειωμένα επίπεδα της πρωτεΐνης CD2AP στα αιμοφόρα αγγεία συνδέονται με την επιδείνωση της μνήμης πριν από τον θάνατο, ιδίως στους άνδρες. Αυτή η παρατήρηση ώθησε τους ερευνητές να μελετήσουν την πρωτεΐνη και σε πειραματόζωα, όπου διαπιστώθηκε ότι τα χαμηλά επίπεδα CD2AP επηρεάζουν τη λειτουργία των αγγείων και κατ’ επέκταση τη μνήμη. Η επικεφαλής της έρευνας Dr. Milène Vandal σημείωσε πως το CD2AP μπορεί να έχει προστατευτική δράση στις γυναίκες, υποδεικνύοντας την ανάγκη για διαφορετικές θεραπευτικές στρατηγικές ανάλογα με το φύλο.
Οι ερευνητές τονίζουν ότι η φροντίδα του αγγειακού συστήματος μέσω της σωστής διατροφής, της τακτικής άσκησης, του ελέγχου του άγχους και του ποιοτικού ύπνου παραμένει η πιο άμεση στρατηγική για τη μείωση του κινδύνου εμφάνισης Αλτσχάιμερ και άλλων αγγειακών παθήσεων.