Ειδικοί αναλύουν τους ενδεχόμενους κινδύνους από την αλόγιστη κατανάλωση γάλακτος βρώμης.
Τα εναλλακτικά γάλατα είναι πολύ δημοφιλή τα τελευταία χρόνια αφού αντικαθιστούν το αγελαδινό για κάποιον που θέλει να αποφύγει τη λακτόζη, αλλά και χάρη στην “χορτοφαγική κουλτούρα” που είναι στις δόξες της. Για όποιον έχει δυσανεξία ή αλλεργία στη λακτόζη, αλλά και για όποιον απλώς δεν θέλει να την καταναλώσει για διατροφικούς λόγους, το γάλα βρώμης είναι μια πολύ καλή λύση. Πιο ασφαλές από το γάλα αμυγδάλου (κορυφαίο αλλεργιογόνο) και πιο πλούσιο σε γεύση από το γάλα καρύδας.
Ωστόσο έχει και κάποια βασικά μειονεκτήματα που αναλύουν ειδικοί σε θέματα υγείας σύμφωνα με το She Finds. Η Suzanne Fisher, MS, RD, LDN, ιδρύτρια του Women’s Cycling Nutrition and Fisher Nutrition Systems και η Trista Best, MPH, RD, LD, εγγεγραμμένη διαιτολόγος στο Balance One Supplements, παραθέτουν πιθανές αρνητικές επιπτώσεις που μπορεί να έχει το γάλα βρώμης.
Το κύριο μειονέκτημά του σε σχέση με το αγελαδινό γάλα είναι η έλλειψη πρωτεΐνης. Ειδικά όταν καταναλώνεται αποκλειστικά. Ενώ το γάλα βρώμης είναι υψηλό σε φυτικές ίνες μειώνει τις προσλαμβάνουσες πρωτεΐνης στον οργανισμό, γι’ αυτό θα πρέπει να καταναλώνεται σε συνδυασμό με άλλες πηγές πρωτεΐνης.
“Το γάλα βρώμης σε σύγκριση με άλλα φυτικά υποκατάστατα γαλακτοκομικών, στερείται από την άποψη της περιεκτικότητας σε πρωτεΐνη ανά μερίδα. Ένα ποτήρι περιέχει συνήθως μεταξύ 3 έως 4 γρ πρωτεΐνης σε σύγκριση με 8 γραμμάρια σε λινάρι ή ακόμα και από το αγελαδινό γάλα”, λέει η Suzanne Fisher. Για τα άτομα που αναζητούν ένα πιο καλό υποκατάστατο για το γαλακτοκομικό γάλα, η Fisher υποστηρίζει ότι το γάλα βρώμης μπορεί να μην είναι η λύση. Ενώ η βρώμη έχει προφανή οφέλη για την υγεία και έχει αποδειχθεί ότι
βελτιώνει τα επίπεδα λιπιδίων και σταθεροποιεί το σάκχαρο στο αίμα, οι ειδικοί αμφιταλαντεύονται για το εάν προσφέρει αποτέλεσμα. Το εμπλουτισμένο γάλα βρώμης, όμως, είναι μια καλή πηγή ασβεστίου και βιταμίνης D, τα οποία είναι και τα δύο απαραίτητα για την υγεία των οστών.
Καμπανάκι χτυπούν οι ειδικοί σε όσους καταναλώνουν το συγκεκριμένο γάλα και έχουν κάποιου είδους δυσανεξία στη γλουτένη ή κοιλιοκάκη. Η γλουτένη είναι μια πρωτεΐνη που βρίσκεται κυρίως, στο εσωτερικό τοίχωμα του σιταριού. Αν και κατά βάση δεν περιέχεται στη βρώμη, υπάρχει κίνδυνος επιμόλυνσης από το περιβάλλον, εκτός αν υπάρχει ειδική αναφορά “glutenfree”.
Υπενθυμίζεται πως για προϊόντα χωρίς γλουτένη, απαιτούνται ελεγχόμενες συνθήκες παραγωγής, καθώς και ένα μικρό ίχνος μπορεί να έχει δυσμενείς επιπτώσεις σε άτομα με σοβαρή δυσανεξία όπως η κοιλιοκάκη. “Το γάλα βρώμης μπορεί να μην είναι χωρίς γλουτένη όπως άλλες εναλλακτικές λύσεις γάλακτος. Αυτό οφείλεται στο ότι, παρόλο που η βρώμη είναι εκ φύσεως χωρίς γλουτένη, η επεξεργασία της γίνεται σε εγκαταστάσεις όπου παράγονται προϊόντα που περιέχουν γλουτένη”, λέει η Fisher.
Ακόμη προσθέτει ότι το αρωματισμένο γάλα βρώμης περιέχει πρόσθετη ζάχαρη και υδατάνθρακες. Ένα ποτήρι γάλα βρώμης περιέχει 15 γραμμάρια υδατάνθρακες. Αυτό εξαρτάται βέβαια σε μεγάλο βαθμό, όπως επισημαίνει, από τον τύπο του γάλακτος και προτείνει αυτό χωρίς πρόσθετη ζάχαρη και τεχνητά αρώματα. Αυτή η ζάχαρη, συμπεραίνει η Fisher, “θα μπορούσε να αυξήσει το σάκχαρο στο αίμα, ένα πρόβλημα που μετριάζεται με το συνδυασμό γάλακτος βρώμης με άλλα τρόφιμα πλούσια σε θρεπτικά συστατικά, όπως δημητριακά
με υψηλή περιεκτικότητα σε ίνες ή ακόμη και μαγειρεμένη βρώμη”.
Συνεπώς απαιτείται περεταίρω διερεύνηση στην επιλογή του γάλακτος σε περίπτωση κάποιας δυσανεξίας καθώς και η συνδυαστική και με μέτρο κατανάλωση του. Σε κάθε περίπτωση συνίσταται εξατομικευμένη καθοδήγηση σύμφωνα με τις ανάγκες του κάθε οργανισμού.