Η σχέση μεταξύ της κατανάλωσης σπαραγγιών και της ιδιαίτερης οσμής στα ούρα έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον επιστημόνων και ιατρών εδώ και αιώνες.
Από την αρχαιότητα, τα σπαράγγια θεωρούνταν εξαιρετικής διατροφικής αξίας. Αναφέρονται στα έργα της αρχαίας ελληνικής και ρωμαϊκής γραμματείας, με τον Κάτωνα τον Πρεσβύτερο να καταγράφει λεπτομέρειες για την καλλιέργειά τους στο έργο του «Περί γεωργίας». Ωστόσο, ήταν κατά τον 18ο αιώνα που άρχισε να γίνεται λόγος για τη σύνδεση μεταξύ των σπαραγγιών και της δυσοσμίας των ούρων.
Το 1731, ο John Arbuthnot, γιατρός της βασίλισσας Άννας, σημείωσε ότι τα σπαράγγια προκαλούν μια έντονη μυρωδιά στα ούρα, κάτι που οδήγησε ορισμένους γιατρούς να πιστέψουν ότι τα σπαράγγια ενδέχεται να μην είναι ωφέλιμα για τα νεφρά. Λίγο αργότερα, ο Βενιαμίν Φραγκλίνος παρατήρησε το ίδιο φαινόμενο, σχολιάζοντας ότι τα σπαράγγια δίνουν στα ούρα μια δυσάρεστη μυρωδιά.
Χημική βάση
Το γιατί τα σπαράγγια προκαλούν αυτή τη μυρωδιά παραμένει ένα θέμα συζήτησης και έρευνας εδώ και πολλά χρόνια. Το 1891, ο Πολωνός χημικός Marceli Nencki εντόπισε την μεθανοθειόλη, μια ένωση που περιέχει θείο, ως υπεύθυνη για τη μυρωδιά. Η μεθανοθειόλη απελευθερώνεται μέσω του μεταβολισμού των σπαραγγιών και δημιουργεί μια χαρακτηριστική, πικάντικη οσμή στα ούρα.
Το 1975, ο χημικός Robert H. White από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας εντόπισε περισσότερες ενώσεις, γνωστές ως S-μεθυλοθειοεστέρες, που συμβάλλουν επίσης στη δυσοσμία. Τα σπαράγγια περιέχουν αυτές τις ενώσεις, οι οποίες είναι παράγωγα του ασπαραγουσικού οξέος, ενός αμινοξέος πλούσιου σε θείο. Όταν καταναλώνουμε σπαράγγια, το σώμα μας μεταβολίζει αυτό το οξύ και παράγει πτητικές θειούχες ενώσεις, όπως η μεθανοθειόλη, οι οποίες αποβάλλονται μέσω των ούρων και παράγουν τη χαρακτηριστική οσμή.
Πολλές μελέτες έχουν διεξαχθεί για να ερευνήσουν τόσο την παραγωγή όσο και την αντίληψη της οσμής στα ούρα μετά την κατανάλωση σπαραγγιών. Μια μελέτη του 1980 έδειξε ότι οι άνθρωποι που παράγουν δύσοσμα ούρα μπορούσαν να αναγνωρίσουν τη μυρωδιά στα ούρα άλλων ανθρώπων. Αυτό οδήγησε τους επιστήμονες στο συμπέρασμα ότι δεν είναι μόνο θέμα παραγωγής, αλλά και ικανότητας αντίληψης της οσμής.
Το 2016, μια μελέτη από τη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Χάρβαρντ εξέτασε τα γονίδια που εμπλέκονται στην ανίχνευση της οσμής των ούρων μετά από κατανάλωση σπαραγγιών. Οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα από σχεδόν 7.000 συμμετέχοντες και διαπίστωσαν ότι περίπου το 60% των ανθρώπων δεν μπορούσε να ανιχνεύσει τη χαρακτηριστική μυρωδιά. Αυτή η αδυναμία ανίχνευσης της οσμής ονομάζεται ανοσμία, και στη συγκεκριμένη περίπτωση ονομάζεται σπαραγγική ανοσμία.
Η σπαραγγική ανοσμία σχετίζεται με περισσότερα από 800 γονίδια, τα οποία ρυθμίζουν την ικανότητα του ατόμου να μυρίζει τις θειούχες ενώσεις που παράγονται μετά την κατανάλωση σπαραγγιών. Οι άνθρωποι που είναι ανοσμικοί δεν μπορούν να μυρίσουν ούτε τα δικά τους ούρα ούτε τα ούρα άλλων ανθρώπων που έχουν καταναλώσει σπαράγγια.
Μια άλλη ενδιαφέρουσα ανακάλυψη είναι ότι η παραγωγή και η αντίληψη της οσμής δεν συνδέονται απαραίτητα. Η μελέτη του 1980 διαπίστωσε ότι ορισμένοι άνθρωποι που δεν παράγουν δύσοσμα ούρα μπορούν να μυρίσουν τη μυρωδιά στα ούρα άλλων ανθρώπων. Από την άλλη πλευρά, μερικοί άνθρωποι που παράγουν δύσοσμα ούρα δεν μπορούν να ανιχνεύσουν τη μυρωδιά, ούτε στα δικά τους ούρα ούτε σε άλλων.
Αυτές οι διαφορές μεταξύ των ανθρώπων σε σχέση με την παραγωγή και την αντίληψη της οσμής καθιστούν το φαινόμενο αυτό μοναδικό και περίπλοκο. Οι γενετικές διαφορές και η διαφορετική χημεία του οργανισμού κάθε ανθρώπου οδηγούν σε μια ενδιαφέρουσα ποικιλία αντιδράσεων στην κατανάλωση σπαραγγιών.