Μελέτη Ελλήνων ερευνητών για τον συσχετισμό των συναισθημάτων και της υγείας των γονέων με τα λειτουργικά σωματικά συμπτώματα των παιδιών τους
Τα λειτουργικά σωματικά συμπτώματα (FSSs) στην παιδική ηλικία και την εφηβεία αντιπροσωπεύουν μια πολύπλοκη διασταύρωση σωματικών παραπόνων και ψυχοκοινωνικών παραγόντων, που τραβούν την προσοχή παιδιών, ψυχολόγων και ψυχιάτρων. Αυτά τα συμπτώματα – που περιλαμβάνουν ένα ευρύ φάσμα εκδηλώσεων όπως κοιλιακό άλγος, πονοκεφάλους, μυϊκούς πόνους, κόπωση και άλλες ιατρικά ανεξήγητες παθήσεις – έχουν τεκμηριωθεί ευρέως σε κλινικές και πληθυσμιακές μελέτες, με εκτιμήσεις επικράτησης που κυμαίνονται από 10% έως 30% σε νέους σχολικής ηλικίας. Ενώ ορισμένα παιδιά βιώνουν περιστασιακά, βραχύβια επεισόδια FSS χωρίς έντονο αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής, άλλα υπομένουν επίμονα ή επαναλαμβανόμενα σωματικά παράπονα αρκετά σοβαρά ώστε να παρεμποδίζουν την καθημερινή λειτουργία, τη φοίτηση στο σχολείο, τις εξωσχολικές δραστηριότητες και τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις.
Αυτά τα χωρίς εμφανή αιτία συμπτώματα, αποτελούν σημαντική κλινική πρόκληση, που συχνά οδηγεί σε επαναλαμβανόμενες επισκέψεις υγειονομικής περίθαλψης και εμπόδια στην καθημερινότητα. Ενώ έχει προταθεί ο ρόλος των γονικών ψυχολογικών παραγόντων στη διαμόρφωση των FSS των παιδιών, τα εμπειρικά στοιχεία παραμένουν περιορισμένα και κατακερματισμένα.
Μελέτη της Ιατρικής Σχολής και του Τμήματος Παιδοψυχιατρικής του ΕΚΠΑ, αντιμετωπίζει αυτό το κενό, εξετάζοντας συστηματικά τις συσχετίσεις μεταξύ της αντανακλαστικής λειτουργίας των γονέων, (ικανότητα κατανόησης του εαυτού μας και των άλλων) της ρύθμισης των συναισθημάτων, της αλεξιθυμίας (δυσκολία στην κατανόηση και έκφραση των συναισθημάτων τους) και της σωματικής και ψυχικής υγείας, καθώς και της συχνότητας και της σοβαρότητας των FSSs των παιδιών.
Συνολικά 339 γονείς παιδιών ηλικίας 6-12 ετών συμπλήρωσαν έρευνες που αξιολογούσαν την ικανότητά τους να κατανοούν τις ψυχικές καταστάσεις, να ρυθμίζουν τα συναισθήματα και να αναγνωρίζουν ή να περιγράφουν τα συναισθήματα, καθώς και την αυτοαναφερόμενη σωματική και ψυχική τους υγεία. Ανέφεραν επίσης αν το παιδί τους αντιμετώπιζε FSSs (π.χ. πονοκέφαλο, στομαχόπονο) περισσότερο από μία φορά την εβδομάδα.
Τα αποτελέσματα αποκάλυψαν ότι οι γονείς των παιδιών με FSSs ανέφεραν σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα αντανακλαστικής λειτουργίας, υψηλότερα αλεξιθυμικά χαρακτηριστικά και μεγαλύτερες δυσκολίες στη ρύθμιση των συναισθημάτων, παράλληλα με χειρότερους δείκτες σωματικής και ψυχικής υγείας. Οι αναλύσεις λογιστικής παλινδρόμησης έδειξαν ότι οι δυσκολίες στη ρύθμιση των συναισθημάτων και η φτωχότερη ψυχική υγεία των γονέων, αύξησαν σημαντικά την πιθανότητα ένα παιδί να εμφανίσει FSSs. Επιπλέον, οι δυσκολίες στη ρύθμιση των συναισθημάτων και η κακή ψυχική υγεία προέβλεπαν μεγαλύτερη σοβαρότητα των FSSs.
Πρακτικά, κάθε ολοκληρωμένη παρέμβαση που στοχεύει τα FSS στην παιδική ηλικία θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη μεταβλητές τόσο σε επίπεδο παιδιού όσο και σε επίπεδο γονέα. Οι στόχοι θεραπείας μπορεί να επικεντρωθούν στη μείωση των συμπτωμάτων του παιδιού και στη βελτίωση της καθημερινότητας, ενώ ταυτόχρονα αντιμετωπίζονται οι γονικοί παράγοντες κινδύνου – όπως η δυσκολία νοητοποίησης ή ρύθμισης των συναισθημάτων – που μπορεί να συμβάλλουν ή να διαιωνίζουν αυτά τα συμπτώματα. Τα ευρήματα αυτά προσφέρουν νέες γνώσεις σχετικά με το πώς τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά και τα χαρακτηριστικά υγείας των γονέων μπορούν να διαμορφώσουν την έκφραση των σωματικών συμπτωμάτων των παιδιών, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για παρεμβάσεις με επίκεντρο την οικογένεια.
Σύνδεσμος για την επιστημονική δημοσίευση https://www.mdpi.com/2813-9844/7/2/31
Αναφορά: Φωστίνη Αικατερίνη, Φοίβος Ζαραβίνος-Τσάκος, Γεράσιμος Κολαΐτης, και Γεώργιος Γιαννακόπουλος. 2025. “Parents’ Reflective Functioning, Emotion Regulation, and Health: Associations with Children’s Functional Somatic Symptoms” Psychology International 7, αρ. 2: 31. https://doi.org/10.3390/psycholint7020031