Η “αηδιαστική” συνήθεια που πολλά παιδιά συνηθίζουν να αναπαράγουν έχει, τελικά, μια επιστημονική εξήγηση.
«Μη σκαλίζεις τη μύτη σου»! Αυτή είναι μια από τις παρατηρήσεις που πολύ συχνά κάνουν οι γονείς και οι δάσκαλοι στα παιδιά, ιδιαίτερα στη νηπιακή ηλικία. Το αντιαισθητικό έως και αηδιαστικό σκάλισμα της μύτης, βεβαίως, είναι συνήθεια που συναντάμε συχνότατα και στους μεγάλους, παρά το γεγονός ότι παντού γύρω τους τα χαρτομάντιλα ή τα χαρτιά υγείας υπάρχουν σε αφθονία, όπως και η πρόσβαση σε έναν νιπτήρα, όπου μπορούν να καθαρίσουν διακριτικά τα μύτη τους.
Όμως, αυτό που ευθύνεται για τη «ρετσινιά» που βαραίνει τα νήπια για τη σχέση τους με το… περιεχόμενο της μύτης τους είναι ότι το 80% των παιδιών το τρώνε κιόλας! Κι επειδή όλοι έχουμε περάσει από το στάδιο αυτό, κάτι θυμόμαστε για τη γεύση του… κακαδιού που αποσπούσαμε από την «ανασκαφή» στη ρινική μας κοιλότητα.
Τα παιδιά, λοιπόν, μπορεί να είναι πραγματικά αηδιαστικά, αλλά η παρατήρηση περιλαμβάνει τελικά σχεδόν όλους μας αφού έχουμε υπάρξει παιδιά, με την ίδια απεχθή συνήθεια. Η οποία, κατά μία επιστημονική εκδοχή, μπορεί να μην είναι τόσο βλαβερή όσο φαίνεται.
Το 2013 ο αναπληρωτής καθηγητής βιοχημείας στο Πανεπιστήμιο του Saskatchewan στον Καναδά, Scott Napper, υποστήριξε ότι η βλεννοφαγία (mucophagy), όπως είναι η επιστημονική ονομασία της παιδικής συνήθειας, ίσως είναι ένας τρόπος να ενισχύσουν τα παιδιά το ανοσοποιητικό σύστημά τους, πέρα από τη… νοστιμιά της αποξηραμένης βλέννας της μύτης που καταναλώνουν. Η εξήγηση του Napper ήταν εξής: τα κακάδια σχηματίζονται στη μύτη , όταν η βλέννα που παράγεται συνεχώς στεγνώνει. Σκοπός της ρινικής βλέννας είναι να σταματήσει την εισπνοή επιβλαβών σωματιδίων και παθογόνων που βρίσκονται στον αέρα. Καθώς οι παθογόνοι οργανισμοί «συλλαμβάνονται» από την κολλώδη βλέννα, ένα μέρος τους καταλήγει στο στομάχι μέσω του οισοφάγου, κι έτσι αποφεύγεται το πέρασμά τους στο αναπνευστικό και στους πνεύμονες. Μεγαλύτερα παθογόνα σωματίδια, ή μεγαλύτεροι αριθμοί από αυτά σχηματίζουν μεγαλύτερα κολλώδη κομμάτια, στεγνώνουν στη ρινική κοιλότητα και εμποδίζουν την εισπνοή. Για την απομάκρυνσή τους απαιτείται είτε ένα δυνατό φύσημα της μύτης, είτε η ενστικτώδης «τεχνική» των παιδιών. Κατά τον Napper, αυτή η κατά τα λοιπά αηδιαστική συνήθεια των παιδιών ενισχύει την ανοσία τους και τη θωράκιση του οργανισμού τους απέναντι στους παθογόνους οργανισμούς που «καταναλώνουν».
Ο επιστημονικός αντίλογος, ωστόσο, είναι ότι έτσι κι αλλιώς η μεγαλύτερη ποσότητα βλέννας- μύξας- που παράγεται στη μύτη καταπίνεται φυσιολογικά μέσω της ρινικής κοιλότητας, χωρίς να απαιτηθεί το… σκάλισμα, κι επομένως η βλεννοφαγία είναι απίθανο να προσθέσει το παραμικρό πραγματικό όφελος.
Και εκτός αυτού, το σκάλισμα της μύτης μπορεί αφενός να προκαλέσει τραυματισμούς και φλεγμονές στο εσωτερικό της, ενώ μπορεί να γίνει συντελεστής μετάδοσης λοιμώξεων και μολυσματικών νόσων, ιδιαίτερα αν μετά την… ανασκαφή της μύτης, αντί για ένα καλό πλύσιμο των χεριών με αντισηπτικό, ακολουθήσει μια θερμή χειραψία με τον ανυποψίαστο γνωστό, που δεν ξέρει που ήταν λίγο νωρίτερα τα δάχτυλα του «ανασκαφέα».
Φυσικά, τα τετράχρονα ή δεκάχρονα παιδιά που έχουν αυτή τη συνήθεια, ελάχιστα νοιάζονται για την ενίσχυση του ανοσοποιητικού συστήματός τους, που δεν ξέρουν καν τι είναι. Αυτό που τα ωθεί στη βλεννοφαγία δεν είναι άλλο από την αλμυρή γεύση της βλέννας, ιδιαίτερα στη στερεή εκδοχή της. Κι η μηδαμινή απόσταση της μύτης από στόμα κάνει για τα παιδιά το γευστικό πείραμα πιο δελεαστικό.
Πηγή: Mental Floss