Μετά τη Φινλανδία, τη Νορβηγία και τη Σουηδία, Δανοί επιστήμονες καταγράφουν βέλτιστες στρατηγικές για την επαρκή πρόσληψη βιταμίνης D από τον πληθυσμό.
Η ανεπάρκεια βιταμίνης D έχει επίδραση στην υγεία των οστών και συνδέεται επίσης με μη σκελετικές ασθένειες και αυξημένη θνησιμότητα. Υπάρχουν μόνο λίγες καλές φυσικές διατροφικές πηγές βιταμίνης D όπως τα ψάρια, το κρέας, το γάλα, το τυρί και τα αυγά. Όμως η συνήθης πρόσληψη βιταμίνης D μέσω των τροφίμων είναι χαμηλότερη από τη συνιστώμενη πρόσληψη.
Η παρουσία της Βιταμίνης D στον οργανισμό μπορεί να αυξηθεί και με την έκθεση στον ήλιο, μία στρατηγική που χαρακτηρίζεται προβληματική, λόγω του κινδύνου καρκίνου του δέρματος. Επίσης προβληματική, χαρακτηρίζεται και η εξασφάλιση βιταμίνης D μέσω συμπληρωμάτων διατροφής, καθώς η τακτική και δια βίου πρόσληψη συμπληρωμάτων διατροφής είναι δύσκολη για τους περισσότερους ανθρώπους, ενώ ταυτόχρονα η χρήση συμπληρωμάτων διατροφής σε υψηλές δόσεις αυξάνει τον κίνδυνο υπέρβασης του ανώτερου επιτρεπτού επιπέδου πρόσληψης.
Ως εκ τούτου, ο εμπλουτισμός των τροφίμων χρησιμοποιείται σε ορισμένες χώρες ως στρατηγική για την αύξηση της διατροφικής πρόσληψης. Για παράδειγμα, η πολιτική της Φινλανδίας για τον εμπλουτισμό της βιταμίνης D ήταν πολύ επιτυχημένη από το 2003, όταν ξεκίνησε ο συστηματικός εθελοντικός εμπλουτισμός υγρών γαλακτοκομικών προϊόντων και λιπαρών αλειμμάτων. Από τότε η κατάσταση της βιταμίνης D των ενηλίκων της Φινλανδίας έχει βελτιωθεί και η αύξηση εξηγείται κυρίως από τον εμπλουτισμό υγρού γάλακτος και τη χρήση συμπληρωμάτων διατροφής βιταμίνης D. Παρόλο που η φινλανδική πολιτική εμπλουτισμού με βιταμίνη D, είναι εθελοντική, σχεδόν όλοι οι Φινλανδοί κατασκευαστές την ακολουθούν. Το 2018, η υποχρεωτική πολιτική εμπλουτισμού στη Σουηδία επεκτάθηκε για να συμπεριλάβει όλο το γάλα με περιεκτικότητα σε λιπαρά <3% και το ξινόγαλα, τα προϊόντα χωρίς λακτόζη, τα εναλλακτικά φυτικά προϊόντα και τις υγρές μαργαρίνες. Το βούτυρο, η μαργαρίνη και ορισμένα γαλακτοκομικά προϊόντα με χαμηλά λιπαρά εμπλουτίζονται εθελοντικά και στη Νορβηγία.
Δεδομένου ότι η έκθεση στον ήλιο είναι ελλιπής στις σκανδιναβικές χώρες, τώρα και η Δανία προσανατολίζεται σε αυτή τη στρατηγική, όπως συμπεραίνουμε από επιστημονική μελέτη που δημοσιεύτηκε στο mdpi στο ειδικό τεύχος Τρέχουσα έρευνα για την ενίσχυση βιταμινών και μετάλλων στα τρόφιμα. Η μελέτη υποδεικνύει στρατηγικές εμπλουτισμού των τροφίμων με βιταμίνη D έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η επαρκής πρόσληψη από τους καταναλωτές.
Παρόλο που ο εμπλουτισμός όλων των προϊόντων μαργαρίνης ήταν υποχρεωτικός στη Δανία από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 έως τα μέσα του 1985 (όταν απαγορεύτηκε), η Δανία δεν έχει μακρά παράδοση εμπλουτισμού τροφίμων. Επί του παρόντος, ο εμπλουτισμός τροφίμων με βιταμίνη D πρέπει να εγκριθεί από τη Δανική Υπηρεσία Κτηνιατρικών και Τροφίμων. Η έγκριση βασίζεται σε ατομική αξιολόγηση κινδύνου κατά περίπτωση. Γενικά, η προσθήκη βιταμίνης D σε ορισμένα προϊόντα γίνεται αποδεκτή από τις αρχές, αλλά λίγα προϊόντα εμπλουτισμένα με βιταμίνη D κυκλοφορούν στη δανική αγορά. Η αποτελεσματικότητα ενός προγράμματος εμπλουτισμού τροφίμων εξαρτάται από τα τρόφιμα που εμπλουτίζονται. Ο εμπλουτισμός με βιταμίνη D πολλών διαφορετικών ομάδων τροφίμων έχει προταθεί ως βέλτιστη πρακτική, όπως αναφέρει μεταξύ άλλων η μελέτη.
Για να διαβάσετε τη μελέτη πατήστε ΕΔΩ.