Ερευνητές εξέτασαν νόμους και νομοσχέδια 30 ετών, προκειμένου να αποτυπώσουν τα οφέλη του προσδιορισμού του junk food στον σχεδιασμό πολιτικών για την υγιεινή διατροφή.
Το πρόχειρο φαγητό ή στα αγγλικά junk food είναι ένας όρος που περιλαμβάνει γλυκά ή αλμυρά σνακ και επιδόρπια με χαμηλή θρεπτική αξία. Δυστυχώς, όμως, αποτελεί βασική διατροφή για πολλούς ανθρώπους, σχεδόν το 15% όλων των θερμίδων που καταναλώνονται στις Ηνωμένες Πολιτείες και αυτό οφείλεται κατά βάση στο γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι δεν είναι σίγουροι για το ποιες τροφές συγκαταλέγονται σε αυτή την κατηγορία.
Με το σκεπτικό ότι ο ακριβής προσδιορισμός του όρου junk food θα βοηθούσε σε πιθανές πολιτικές που αφορούν σε αυτό, όπως για παράδειγμα φορολογία των τροφίμων με υπερβολική ζάχαρη, ερευνητές των NYU School of Global Public Health και Friedman School of Επιστήμη και Πολιτική Διατροφής στο Tufts συνειδητοποίησαν μετά από μια 10ετή ανάλυση πως ένας συνδυασμός κατηγορίας, επεξεργασίας και θρεπτικών συστατικών μπορεί να καθορίσει ποια τρόφιμα πρέπει να υπόκεινται σε τέτοιου είδους πολιτικές.
Ενώ οι φόροι στο πρόχειρο φαγητό δεν χρησιμοποιούνται ευρέως στις Ηνωμένες Πολιτείες, αρκετές χώρες τους έχουν εφαρμόσει με επιτυχία, όπως η Ουγγαρία, η οποία φορολογεί τα ανθυγιεινά τρόφιμα που εμπίπτουν σε ορισμένες κατηγορίες και έχουν αυξημένα επίπεδα θρεπτικών συστατικών, όπως ζάχαρη και αλάτι που με τη σειρά του οδήγησε σε χαμηλότερη κατανάλωση πρόχειρου φαγητού και αυξημένη ευαισθητοποίηση σχετικά με τη διατροφή και μετέπειτα σε πιο υγιεινά προϊόντα.
Για να αποκτήσουν μια βαθύτερη κατανόηση του τρόπου με τον οποίο οι υπάρχουσες πολιτικές καθορίζουν τι συνιστά πρόχειρο φαγητό, οι ερευνητές αξιολόγησαν πολιτικές όπου οι ομοσπονδιακές, πολιτειακές ή φυλετικές κυβερνήσεις καθόρισαν κατηγορίες τροφίμων για φορολογία ή άλλους σχετικούς ρυθμιστικούς σκοπούς αναφέρει το Eurekalert. Αυτό περιελάmβανε την ανάλυση 47 νόμων στις ΗΠΑ από το 1991 έως το 2021.
Σύμφωνα με το Eurekalert, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι οι υπάρχουσες πολιτικές χρησιμοποιούσαν διάφορα κριτήρια για τον καθορισμό των τροφίμων, συμπεριλαμβανομένων κατηγοριών προϊόντων (π.χ. καραμέλες, πατατάκια), επεξεργασίας (π.χ. πρόσθετα συντηρητικά), τόπου παρασκευής ή πώλησης (π.χ. σπιτικό, αγορά αγροτών, μηχάνημα αυτόματης πώλησης), θρεπτικά συστατικά (π.χ. επίπεδα αλάτι, κορεσμένα λιπαρά ή ζάχαρη ή θερμίδες) και μέγεθος μερίδας .
Εντόπισαν δύο θέματα σε αυτό. Το πρώτο αφορούσε το γεγονός ότι οι πολιτικές που διαμορφώθηκαν κατηγοριοποίησαν τα τρόφιμα ως βασικά και μη βασικά. Για παράδειγμα, το ψωμί συχνά αποκλείονταν από τις πολιτικές για πρόχειρο φαγητό ή σνακ, καθώς θεωρείται ευρέως βασικό φαγητό, ενώ τα γλυκά και τα πατατάκια θεωρούνταν μη βασικά τρόφιμα. Το δεύτερο θέμα ήταν ότι οι πολιτικές και η περαιτέρω κατηγοριοποίηση γινόταν με βάση θρεπτικά συστατικά και επεξεργασία, το οποίο θα ήταν καλό για την προώθηση προϊόντων με λίγη επεξεργασία και χαμηλά λιπαρά.
Το συμπέρασμά τους από την ανάλυση είναι ότι η χρήση φόρων πρόχειρου φαγητού που εφαρμόζονται ως ειδικοί φόροι κατανάλωσης που πληρώνουν οι κατασκευαστές ή οι διανομείς είναι καλύτερο από τους φόρους επί των πωλήσεων που πρέπει να διαχειρίζονται οι λιανοπωλητές και να πληρώνονται απευθείας από τους καταναλωτές, μιας και τα έσοδα από αυτούς μπορούν να διατεθούν για συγκεκριμένες χρήσεις, συμπεριλαμβανομένης της βελτίωσης της πρόσβασης σε υγιεινά τρόφιμα σε κοινότητες με χαμηλούς πόρους.