Η έκθεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης του 2022 για τα υπολείμματα φυτοφαρμάκων στα τρόφιμα.
Σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων παρέχει ετήσια έκθεση αξιολόγησης των επιπέδων υπολειμμάτων φυτοφαρμάκων στα τρόφιμα στην ευρωπαϊκή αγορά. Η έκθεση της ΕΕ του 2022 για τα υπολείμματα φυτοφαρμάκων στα τρόφιμα παρέχει μια επισκόπηση των επίσημων δραστηριοτήτων ελέγχου για τα υπολείμματα φυτοφαρμάκων που πραγματοποιήθηκαν στα κράτη μέλη της ΕΕ, στην Ισλανδία και τη Νορβηγία. Συνοψίζει τα αποτελέσματα τόσο του συντονισμένου από την ΕΕ προγράμματος ελέγχου (EU MACP) όσο και των εθνικών προγραμμάτων ελέγχου (MANCP).
Το 2022, τα 12 προϊόντα διατροφής που επιλέχθηκαν στο MACP της ΕΕ ήταν μήλα, φράουλες, ροδάκινα (συμπεριλαμβανομένων νεκταρίνων και παρόμοιων υβριδίων), κρασί (κόκκινο ή λευκό), μαρούλια, λάχανα, ντομάτες, σπανάκια, σπόροι βρώμης, σπόροι κριθαριού, αγελαδινό γάλα και χοιρινό λίπος. Συνολικά αναλύθηκαν 11.727 δείγματα.
Το 2022, το 96,3% των συνολικών 110.829 δειγμάτων που αναλύθηκαν έπεσαν κάτω από το μέγιστο επίπεδο υπολειμμάτων (MRL), το 3,7% (4.148 δείγματα) υπερέβη αυτό το επίπεδο, εκ των οποίων το 2,2% ήταν μη συμμορφούμενο, δηλαδή τα αποτελέσματα σε ένα δεδομένο δείγμα υπερέβησαν το MRL αφού ελήφθησαν υπόψη αβεβαιότητα μέτρησης.
Από τα 110.829 δείγματα που αναλύθηκαν, 45.455 δείγματα (41,0%) περιείχαν ένα ή περισσότερα φυτοφάρμακα σε μετρήσιμες συγκεντρώσεις. Πολλαπλά υπολείμματα αναφέρθηκαν σε 25.499 δείγματα (23,0%). Σε μεμονωμένο δείγμα πιπεριών τσίλι υπό μορφή σκόνης πάπρικας άγνωστης προέλευσης αναφέρθηκαν έως και 43 διαφορετικά φυτοφάρμακα.
Η υψηλότερη συχνότητα πολλαπλών υπολειμμάτων σε μη επεξεργασμένα προϊόντα αναφέρθηκε για τις γλυκές πιπεριές, τα επιτραπέζια σταφύλια, τις φράουλες, τα μήλα, τα ροδάκινα, τις ντομάτες, τα πορτοκάλια, τα λεμόνια, τα αχλάδια, το μαρούλι και τα μανταρίνια.
Η υψηλότερη συχνότητα πολλαπλών υπολειμμάτων σε δείγματα επεξεργασμένων τροφίμων αναφέρθηκε στα επιτραπέζια σταφύλια ως σταφίδες, στα οινοποιήσιμα σταφύλια ως κόκκινο κρασί, στους σπόρους του κύμινου ως αποξηραμένο βότανο, στα φύλλα σταφυλιού και σε παρόμοια είδη όπως τα παστά λαχανικά, τη σκόνη πάπρικας και το γυαλισμένο ρύζι.
Από το σύνολο των 110.829 δειγμάτων που αναλύθηκαν, το 52,3% προέρχονταν από τις χώρες αναφοράς (δηλαδή εγχώρια δείγματα), το 12,8% από διαφορετική χώρα αναφοράς, ενώ το 30,9% είχε εισαχθεί στην ΕΕ από τρίτες χώρες. Το υπόλοιπο 4,0% αναφέρθηκε ως άγνωστης προέλευσης.
Οι χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά δειγματοληψίας εισαγόμενων προϊόντων από τρίτες χώρες ήταν η Βουλγαρία (97,1%) και η Κροατία (61,9%). Η Λιθουανία, η Ισπανία και η Ιταλία επικεντρώθηκαν κυρίως στην εγχώρια δειγματοληψία (πάνω από το 80% των δειγμάτων που αναλύθηκαν). Επιπλέον, η Γερμανία, η Ισλανδία, το Βέλγιο και η Τσεχία ανέφεραν το υψηλότερο ποσοστό δειγμάτων άγνωστης προέλευσης (14,8%, 8,1%, 7,5% και 7,1%, αντίστοιχα).
Για το υποσύνολο του πολυετούς προγράμματος ελέγχου που συντονίζεται από την ΕΕ, αναλύθηκαν 11.727 δείγματα από τα οποία το 0,9% ήταν μη συμμορφούμενα. Για την αξιολόγηση του οξέος και χρόνιου κινδύνου για την υγεία των καταναλωτών, εκτιμήθηκε η διατροφική έκθεση σε υπολείμματα φυτοφαρμάκων και συγκρίθηκε με τις διαθέσιμες κατευθυντήριες τιμές με βάση την υγεία (HBGV).
Συνολικά, ο εκτιμώμενος κίνδυνος για την υγεία των καταναλωτών της ΕΕ είναι χαμηλός. Δίνονται συστάσεις στους διαχειριστές κινδύνου για την αύξηση της αποτελεσματικότητας των ευρωπαϊκών συστημάτων ελέγχου και για τη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών σε ολόκληρη την ΕΕ.