Η Eurostat δημοσίευσε τα προκαταρκτικά στοιχεία για τις εξαγωγές οίνου από οκτώ ευρωπαϊκές χώρες παραγωγής.
Τα προκαταρκτικά στοιχεία της Eurostat, για τον Σεπτέμβριο του 2024, μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε μια σαφή εικόνα για την εξέλιξη των ευρωπαϊκών εξαγωγών κρασιού από την Αυστρία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ελλάδα, την Ουγγαρία, την Ιταλία, την Πορτογαλία και την Ισπανία προς τις αγορές προορισμού του Καναδά, της Κίνας, των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου κατά τους πρώτους 9 μήνες του έτους.
Συγκρίνοντας την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2024 σε σχέση με το ίδιο χρονικό διάστημα του 2023, μπορούμε να παρατηρήσουμε διακριτές τάσεις για κάθε ζεύγος εξαγωγέα – αγοράς προορισμού.
Ο ακόλουθος πίνακας περιγράφει τη μεταβολή της συνολικής αξίας των εξαγωγών οίνου (%), από κάθε χώρα εξαγωγής προς κάθε αγορά προορισμού. Βλέπουμε ότι το λεπτομερές τοπίο αποκαλύπτει σημαντικές αλλαγές (τόσο θετικές όσο και αρνητικές) σε συγκεκριμένους διεθνείς εμπορικούς εταίρους.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, οι εισαγωγές ελληνικών κρασιών στην ηπειρωτική Κίνα μειώθηκαν κατά 76% σε αξία μεταξύ 2024 και 2023, ενώ οι εξαγωγές ουγγρικών, πορτογαλικών και γαλλικών προϊόντων μειώθηκαν κατά 55%, 22% και 13% αντίστοιχα.
Η μέση τιμή (€/kg), στο σύνολο των εξαγωγών οίνου, για κάθε ζεύγος εμπορικών εταίρων παρουσιάζει επίσης μια ενδιαφέρουσα εικόνα
Επιπροσθέτως, η διαφαινόμενη απειλή των «δασμών Τραμπ» μετά το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών μπορεί να οδηγήσει σε εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ/ΕΕ, ένα ενδεχόμενο που σίγουρα θα έβλαπτε τους παραγωγούς της ΕΕ που προσπαθούν να αξιοποιήσουν αυτή την προσοδοφόρα αλλά περίπλοκη αγορά τριών επιπέδων.
Εν τω μεταξύ, παρατηρήθηκε επίσης αξιοσημείωτη μείωση των εξαγωγών προς το Ηνωμένο Βασίλειο, με τις αποστολές αυστριακού κρασιού να μειώνονται κατά 31% σε ετήσια βάση. Επιπλέον, οι εξαγωγές πορτογαλικών και γαλλικών ετικετών μειώθηκαν κατά 21% και 9% αντίστοιχα. Από τις οκτώ χώρες που εξετάστηκαν, μόνο η Ιταλία και η Γερμανία παρέμειναν σταθερές
H κατανάλωση κρασιού βρίσκεται σε πτώση στις παραδοσιακές αγορές της ηπειρωτικής Ευρώπης εδώ και δεκαετίες, με την αυξανόμενη τάση συγκράτησης και τον αυξανόμενο ανταγωνισμό από άλλες κατηγορίες να αναφέρονται ως δύο βασικές αιτίες.