Η περιβαλλοντική επιβάρυνση και η ανάγκη για αλλαγή.
Κάθε χρόνο, χιλιάδες τόνοι πλαστικής ρύπανσης καταλήγουν στο περιβάλλον από μια απροσδόκητη πηγή: Τις τσίχλες που μασάμε. Οι περισσότερες εμπορικές τσίχλες κατασκευάζονται από συνθετικά ελαστικά με βάση το πετρέλαιο, παρόμοια με εκείνα που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ελαστικών αυτοκινήτων.
Ωστόσο, οι καταναλωτές σπάνια γνωρίζουν αυτή τη σύνθεση, καθώς οι εταιρείες αποφεύγουν να αναγράφουν λεπτομερώς τα συστατικά τους, χρησιμοποιώντας τον γενικό όρο «βάση τσίχλας».

Η χημική ανάλυση αποκαλύπτει ότι πολλές τσίχλες περιέχουν στυρένιο-βουταδιένιο, πολυαιθυλένιο και οξικό πολυβινύλιο, ουσίες που συνδέονται με τη βιομηχανία πλαστικών και τη συγκολλητική τεχνολογία. Η βιομηχανία τσίχλας είναι τεράστια, με εκτιμώμενη αξία σχεδόν 49 δισεκατομμυρίων δολαρίων έως το 2025. Κάθε χρόνο παράγονται πάνω από 1,74 τρισεκατομμύρια κομμάτια τσίχλας, συνολικού βάρους περίπου 2,4 εκατομμυρίων τόνων. Από αυτά, περισσότερες από 730.000 τόνοι αποτελούνται από συνθετικά πλαστικά.
Πέρα από το γεγονός ότι οι καταναλωτές μασούν καθημερινά μια μορφή πλαστικού, η περιβαλλοντική επιβάρυνση συνεχίζεται και μετά την απόρριψή της. Οι πεταμένες τσίχλες καταλήγουν σε δρόμους, σχολεία και δημόσιους χώρους, όπου δεν βιοδιασπώνται. Με τον καιρό, σκληραίνουν, ραγίζουν και διασπώνται σε μικροπλαστικά, αλλά η διαδικασία αυτή μπορεί να διαρκέσει δεκαετίες. Ο καθαρισμός τους είναι ιδιαίτερα δαπανηρός, με το κόστος για τους δήμους στο Ηνωμένο Βασίλειο να φτάνει τα 7 εκατομμύρια λίρες ετησίως.
Έχουν γίνει ορισμένες προσπάθειες αντιμετώπισης του προβλήματος, όπως η εγκατάσταση ειδικών κάδων συλλογής τσίχλας και η δημιουργία μικρών επιχειρήσεων που προωθούν εναλλακτικές φυτικής προέλευσης. Για παράδειγμα, το 2021, η περιβαλλοντική οργάνωση Keep Britain Tidy συνεργάστηκε με μεγάλες εταιρείες παραγωγής τσίχλας, οι οποίες δεσμεύτηκαν να επενδύσουν έως και 10 εκατομμύρια λίρες για τον καθαρισμό των δρόμων και την αλλαγή καταναλωτικών συνηθειών.
Η αντιμετώπιση της ρύπανσης από τσίχλες απαιτεί συνολική στρατηγική που θα περιλαμβάνει ενημέρωση των καταναλωτών, αυστηρότερους κανονισμούς και ενίσχυση της βιώσιμης παραγωγής. Μια διαφανής επισήμανση των συστατικών θα επέτρεπε στους καταναλωτές να γνωρίζουν τι πραγματικά μασούν. Η επιβολή ενός φόρου στις συνθετικές τσίχλες θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει τις δράσεις καθαρισμού και να ενθαρρύνει την ανάπτυξη βιοδιασπώμενων εναλλακτικών λύσεων.
Ωστόσο, η ευθύνη δεν πρέπει να βαραίνει μόνο τους καταναλωτές, αλλά και τις ίδιες τις εταιρείες που παράγουν και διακινούν συνθετικές τσίχλες χωρίς σαφείς πληροφορίες για τις περιβαλλοντικές τους συνέπειες.