Οι μικροκαλλιεργητές καφέ χρειάζονται υποστήριξη για να συμμορφωθούν με τον νέο κανονισμό της ΕΕ για την αποψίλωση των δασών, αναφέρει έκθεση του Wageningen Economic Research.
Τις αρνητικές επιπτώσεις, αλλά και την ανάγκη άμεσης δράσης για τη βιομηχανία καφέ επισημαίνει το Wageningen Economic Research, με αφορμή την πρόσφατη έναρξη ισχύος του κανονισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) για την αποψίλωση των δασών.
Αναλυτικότερα, οι εισαγωγές καφέ και άλλων προϊόντων των οποίων η παραγωγή συμβάλλει στην αποψίλωση των δασών, αναμένεται να περιοριστούν, αφού πολλές από τις μεγάλες εταιρείες ευθύνονται για πολλές καταστροφές δασικών εκτάσεων για χάρη της καλλιέργειας καφεόδεντρων.
Αλλά για τους μικροκαλλιεργητές οι οικονομικές επιπτώσεις αναμένεται να είναι ακόμα πιο καταστροφικές και επομένως πρέπει να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα για να μην πληγούν σε μεγάλο βαθμό από τον κανονισμό.
Ο Κανονισμός θεσπίζει υποχρεωτικούς κανόνες δέουσας επιμέλειας για όλους τους φορείς εκμετάλλευσης και τους εμπόρους που διαθέτουν στην αγορά της ΕΕ ή εξάγουν από αυτήν τα ακόλουθα βασικά προϊόντα που περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής του: φοινικέλαιο, βοοειδή, ξυλεία, καφέ, κακάο, καουτσούκ και σόγια, τα οποία δεν αφορούν μόνο σε τρόφιμα, αλλά και σε προϊόντα προσωπικής φροντίδας.
Η βασική γενεσιουργός αιτία της παγκόσμιας αποψίλωσης και υποβάθμισης των δασών είναι η επέκταση των γεωργικών εκτάσεων, η οποία συνδέεται με την παραγωγή αυτών των βασικών προϊόντων. Δεδομένου ότι η ΕΕ είναι σημαντικός καταναλωτής τους, μπορεί να μειώσει τη συμβολή της στην αποψίλωση και υποβάθμιση των δασών σε παγκόσμιο επίπεδο, διασφαλίζοντας ότι τα εν λόγω προϊόντα και οι σχετικές αλυσίδες εφοδιαστικές αλυσίδες είναι «μηδενικής αποψίλωσης».
Ο καφές ενσωματώθηκε στον κανονισμό λόγω της συσχέτισης μεταξύ της αποψίλωσης των δασών σε μια συγκεκριμένη περιοχή ή χώρα και της παραγωγής του είδους.
Από όλες τις πρώτες ύλες, ο κανονισμός απαιτεί ιχνηλασιμότητα του οικοπέδου στο οποίο παράγονται. Σύμφωνα με τον κανονισμό, η επέκταση γεωργικής γης και η απώλεια δασών μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2020 θεωρείται αποψίλωση.
Η Maria Naranjo και άλλοι ερευνητές στο WUR έγραψαν μια σύνοψη πολιτικής σχετικά με τις πιθανές επιπτώσεις του EUDR στις αλυσίδες εφοδιασμού καφέ, με βάση μια προηγούμενη έκδοση του κανονισμού.
Η EUDR δηλώνει ξεκάθαρα ότι η διαδικασία δέουσας επιμέλειας στοχεύει εμπόρους και φορείς εκμετάλλευσης του ιδιωτικού τομέα, όχι χώρες και αγρότες, αλλά για τους ιδιοκτήτες μικρών εκτάσεων το τοπίο είναι αρκετά αβέβαιο, δεδομένου ότι οι επιπτώσεις εφαρμογής δεν έχουν εκτιμηθεί επαρκώς.
«Απαιτείται έγκαιρη πληροφόρηση και υποστήριξη για τη δημιουργία ικανοτήτων για τη συμμόρφωση με τον κανονισμό, ώστε να μπορούν να προετοιμαστούν κατάλληλα. Δεν είναι όλες οι χώρες εξίσου προετοιμασμένες», υποστηρίζει η Naranjo.
Αν και η EUDR παρέχει σαφείς ορισμούς για τα δάση και την αποψίλωση των δασών που θα εφαρμοστούν, υπάρχει μια επικάλυψη στα δομικά χαρακτηριστικά των δασικών και αγροδασικών συστημάτων σε αυτούς, που χρήζουν προσοχής. Επιπλέον, οι χώρες έχουν διαφορετικούς νομικούς ορισμούς για την αποψίλωση των δασών και την εθνική κυριαρχία που πρέπει να ευθυγραμμίζονται με τους ορισμούς των κανονισμών.
Σύμφωνα με την Naranjo, ο κανονισμός δεν θα πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα οι έμποροι καφέ να αγοράζουν λιγότερο καφέ από μικρούς αγρότες ή να μετακινούνται σε λιγότερο επικίνδυνες περιοχές, καθώς αυτομάτως κάτι τέτοιο θα οδηγήσει σε εύνοια των μεγαλύτερων καλλιεργητών. Επιπλέον, η επέκταση της παραγωγής καφέ μπορεί να μην είναι η κύρια αιτία αποψίλωσης των δασών, αλλά μάλλον συνέπεια της ταχέως αυξανόμενης αναζήτησης του πληθυσμού για εισόδημα διαβίωσης. «Εάν πράγματι είναι έτσι, μπορεί να υπάρξει αυξημένη ζήτηση για καλλιέργειες για εγχώρια αγορά σε γη που είναι επί του παρόντος δασική και στροφή της παραγωγής καφέ σε αγορές εκτός ΕΕ. Αυτού του είδους οι ανεπιθύμητες ενέργειες πρέπει να αποφεύγονται», αναφέρει η Naranjo.
Οι κύριες επιπτώσεις της EUDR για τους μικρούς παραγωγούς καφέ έχουν συνοψιστεί σε μια επιστολή, της οποίας ολόκληρο το κείμενο μπορεί να βρεθεί εδώ.