Οι περισσότερες έρευνες που συνδέουν τις χημικές ουσίες PFAS με επιβλαβείς για την υγεία επιπτώσεις δεν έχουν προωθηθεί στα ΜΜΕ.
Mπορεί οι ειδήσεις για τις ουσίες ανά και πολυφθοροαλκυλίου (PFAS) να έχουν απασχολήσει σε κάποιο βαθμό τα ΜΜΕ, αλλά μια νέα έρευνα αποκαλύπτει ότι μελέτες που συνδέουν τις χημικές ουσίες με προβλήματα στην υγεία δημοσιεύονται συνήθως χωρίς δελτίο τύπου και λαμβάνουν ελάχιστη ή καθόλου κάλυψη από τα μέσα ενημέρωσης.
Η ανάλυση, η οποία διεξήχθη από το Green Science Policy Institute, δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Environmental Health.
Σύμφωνα με την Rebecca Fuoco, επικεφαλής συγγραφέας και διευθύντρια επιστημονικής επικοινωνίας στο Ινστιτούτο, αναφέρει τον περιορισμένο αντίκτυπο που μπορεί να προκαλέσει η μη γνωστοποίηση της επικινδυνότητας των PFAS στο ευρύ κοινό.
Οι συγγραφείς ανέλυσαν 273 επιδημιολογικές μελέτες με αξιολόγηση σχετικά με τις επιπτώσεις του PFAS στην ανθρώπινη υγεία, με έτη δημοσίευσης 2018-2020, όπως συλλέχθηκαν από τη βάση δεδομένων PFAS-Tox.
Από τις δημοσιεύσεις που αναφέρουν μια στατιστικά σημαντική συσχέτιση με βλάβες στην υγεία, εκείνες με ένα δελτίο τύπου έλαβαν 20 φορές περισσότερη προσοχή από τα μέσα ενημέρωσης εκείνες που δεν είχαν. Ωστόσο, αυτές αποτελούσαν λιγότερο από το 8% των εγγράφων, ανεξάρτητα από τη σοβαρότητα των ευρημάτων.
Παραδείγματα μελετών που δεν εξέδωσαν δελτίο τύπου περιλαμβάνουν ορισμένες που συσχέτιζαν τις PFAS με διάφορα προβλήματα στην υγεία, όπως με τον κίνδυνο πρόωρου τοκετού, ανάπτυξης καρκίνου των ωοθηκών και του μαστού, οστεοπόρωσης και διαβήτη κύησης, οι οποίες και δεν έλαβαν σχεδόν καθόλου δημοσιογραφική κάλυψη.
Αν και η ανάλυση επικεντρώθηκε στην έρευνα PFAS, οι συγγραφείς θεωρούν ότι τα αποτελέσματα αντικατοπτρίζουν το μεγαλύτερο μέρος της έρευνας που αφορά σε συσχετισμούς παραγόντων που αφορούν στο περιβάλλον και στην υγεία.
Γιατί, όμως, ενώ είναι τόσο σημαντικές αυτές οι έρευνες δεν εκδίδεται δελτίο τύπου;
Αφενός ένας λόγος είναι ότι μπορεί να μην αισθάνονται πως είναι απαραίτητο, ειδικά όσον αφορά στην προώθηση στην υπόλοιπη επιστημονική κοινότητα. Αλλά αφετέρου, ένα άλλο εμπόδιο είναι ο φόβος των επιστημόνων ότι η κάλυψη της έρευνάς τους από τον Τύπο μπορεί να είναι ανακριβής ή να λάβει αρνητική διαφήμιση. Αν και η λύση σε αυτό είναι οι ίδιοι οι επιστήμονες να αναλάβουν το ρόλο συγγραφής και προώθησης των δελτίων τύπου στα ΜΜΕ, υπάρχει έλλειψη χρόνου, πόρων ή γνώσης των μέσων ενημέρωσης καθώς και διαφορετικές φιλοσοφικές απόψεις σχετικά με τον ρόλο των επιστημόνων στην κοινωνία.
«Προτρέπω τους επιστήμονες και τα ιδρύματά τους να “αγκαλιάσουν” την προβολή των μέσων ενημέρωσης ως κρίσιμο μέρος της ερευνητικής διαδικασίας», δήλωσε η συν-συγγραφέας Linda Birnbaum, επίτιμη επιστήμονας στο Εθνικό Ινστιτούτο Περιβαλλοντικών Επιστημών Υγείας και υπότροφος στο Πανεπιστήμιο Duke. «Ως επιστήμονες κρατάμε το κλειδί για πληροφορίες που μπορούν να παρέχουν καλύτερες πολιτικές, ιατρικές πρακτικές, βιομηχανική καινοτομία και πολλά άλλα. Είναι δική μας ευθύνη να ξεκλειδώνουμε αυτές τις δυνατότητες μοιραζόμενοι την έρευνά μας με ένα ευρύ κοινό».
Οι συγγραφείς περιλαμβάνουν συστάσεις για επιστήμονες που επιθυμούν να τραβήξουν την προσοχή των μέσων ενημέρωσης στην έρευνά τους και προτείνουν μια ιστοσελίδα με βίντεο, πρότυπα και πρόσθετους πόρους, η οποία βρίσκεται εδώ.
Διαβάστε ολόκληρη τη δημοσίευση ακολουθώντας αυτό το σύνδεσμο.