Οι άνθρωποι ως είδος καταναλώνουμε δισεκατομμύρια τόνους γαλακτοκομικών παγκοσμίως, το οποίο προέρχεται από άλλα ζώα, κυρίως από αγελάδες. Πλέον, το γάλα ως πρώτη ύλη έχει γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της διατροφής μας. Αλλά έχετε αναρωτηθεί ποτέ γιατί;
Ως τώρα, οι επιστήμονες θεωρούσαν την ανοχή στη λακτόζη την αιτία κατανάλωσης πληθώρας γαλακτοκομικών προϊόντων. Ωστόσο , μια νέα έρευνα , με επικεφαλής επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ και το University College του Λονδίνου (UCL) και συνεργάτες επιστήμονες από 20 άλλες χώρες, δείχνει ότι η πείνα και η έκθεση σε μολυσματικές ασθένειες εξηγούν καλύτερα την εξέλιξη της ικανότητάς μας να καταναλώνουμε γάλα και άλλα γαλακτοκομικά προϊόντα που δεν έχουν υποστεί ζύμωση.
Ενώ οι ενήλικες σήμερα μπορούν να πίνουν γάλα χωρίς ενόχληση, τα δύο τρίτα στον κόσμο σήμερα, και σχεδόν όλοι οι ενήλικες πριν από 5.000 χρόνια, μπορεί να παρουσιάσουν κάποιου είδους πρόβλημα με την υπερβολική κατανάλωση. Αυτό οφείλεται στη λακτόζη, η οποία αν δεν αφομοιωθεί, θα μεταφερθεί στο παχύ, όπου μπορεί να προκαλέσει κράμπες, διάρροια και μετεωρισμό. Σύμφωνα με τον συν-συγγραφέα της μελέτης, καθηγητή George Davey Smith, το έντερο παράγει λακτάση για να μπορέσει να χωνέψει τη λακτόζη, αλλά στην πλειονότητα των ανθρώπων παγκοσμίως αυτή η παραγωγή μειώνεται γρήγορα μεταξύ του απογαλακτισμού και της εφηβείας. Αυτή είναι η λεγόμενη δυσανεξία στη λακτόζη, η οποία έγινε όλο και πιο σπάνια με τα χρόνια, καθώς ένα γενετικό χαρακτηριστικό που ονομάζεται επιμονή της λακτάσης έχει εξελιχθεί και εξαπλωθεί σε διάφορους πληθυσμούς που πίνουν γάλα. Πώς έγινε αυτό;
Ο άνθρωπος έγινε ανθεκτικός στη λακτάση γύρω στο 4.700-4.600 π.Χ
Οι ερευνητές, για να καταλάβουν καλύτερα το πώς και γιατί συνέβη αυτή η μεταβολή, χαρτογράφησαν την κατανάλωση γάλακτος για τα τελευταία 9.000 χρόνια. Σύμφωνα με σχετικό δημοσίευμα στον ιστότοπο New Food Magazine, η ομάδα μπόρεσε να δείξει ότι η επιμονή στη λακτάση εντοπίστηκε για πρώτη φορά γύρω στο 4.700–4.600 π.Χ. Επιπλέον, ευρήματα από μια τεράστια βάση δεδομένων που συγκέντρωσε ο καθηγητής Richard Evershed, επικεφαλής της μελέτης, έδειξαν ότι το γάλα χρησιμοποιήθηκε εκτενώς στην ευρωπαϊκή προϊστορία, που χρονολογείται από την αρχή της εκτροφής ζώων για χρήση του, σχεδόν 9.000 χρόνια πριν, αλλά αυξήθηκε και μειώθηκε σε διαφορετικές περιοχές σε διαφορετικούς χρόνους.
Η επιμονή στη λακτάση άρχισε να γίνεται πιο συνήθης 3000 χρόνια πριν
Για να κατανοηθεί η εξέλιξη της επιμονής στη λακτάση, η ομάδα του UCL, με επικεφαλής τον καθηγητή Mark Thomas, συγκέντρωσε μια βάση δεδομένων με την παρουσία ή την απουσία της γενετικής παραλλαγής ανθεκτικότητας στη λακτάση χρησιμοποιώντας δημοσιευμένες αρχαίες αλληλουχίες DNA από περισσότερους από 1.700 προϊστορικούς ανθρώπους της Ευρώπης και της Ασίας. Ενώ πρώτη φορά εμφανίστηκε περίπου 5.000 χρόνια πριν, δεν ήταν παρά 3.000 πριν που άρχισε να παρουσιάζεται σε αξιόλογες ποσότητες στον άνθρωπο.
Μια επιπλέον έρευνα της ομάδας του καθηγητή George Davey Smith διερεύνησε γενετικά και ιατρικά δεδομένα για περισσότερα από 300.000 ζωντανά άτομα. Βρήκε ελάχιστες μόνο διαφορές στη συμπεριφορά κατανάλωσης γάλακτος μεταξύ των γενετικά ανθεκτικών στη λακτάση και των μη επίμονων ατόμων. Ουσιαστικά, η μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων που ήταν γενετικά μη ανθεκτικοί στη λακτάση δεν παρουσίασαν βραχυπρόθεσμες ή μακροπρόθεσμες αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία, όταν κατανάλωναν γάλα. Τέλος, ο συνυπολογισμός κοινωνικών παραγόντων, όπως η πείνα, ανέδειξαν πως η παραλλαγή του γονιδίου της επιμονής στη λακτάση ήταν υπό ισχυρότερη φυσική επιλογή, όταν υπήρχαν ενδείξεις για περισσότερη πείνα και περισσότερα παθογόνα.
Η μελέτη δείχνει πώς, ουσιαστικά, οι ίδιοι παράγοντες που επηρεάζουν την ανθρώπινη θνησιμότητα, οδήγησαν στην εξέλιξη της επιμονής στη λακτάση σήμερα.