Δύο τεχνητά γλυκαντικά, η σακχαρίνη και η σουκραλόζη, μπορεί να εμποδίσουν την ικανότητα του σώματος να ρυθμίζει τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα μετά το φαγητό, σύμφωνα με νέα έρευνα.
Στέβια, ασπαρτάμη, σακχαρίνη, σουκραλόζη είναι τα πιο συχνά χρησιμοποιούμενα γλυκαντικά που υποκαθιστούν τη ζάχαρη και υπόσχονται να μην επιβαρύνουν την ποσότητα σακχάρου στο αίμα. Επιτελούν, όμως, τον σκοπό τους;
Όχι όσο νομίζουμε, και όχι όλα. Δύο τεχνητά γλυκαντικά, η σακχαρίνη και η σουκραλόζη, μπορεί να εμποδίσουν την ικανότητα του σώματος να ρυθμίζει τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα μετά το φαγητό, πιθανώς λόγω αλλαγών που προκαλούν στο μικροβίωμα του εντέρου. Και το εύρημα είναι εξαιρετικά σημαντικό για άτομα με μεταβολικές παθήσεις, όπως ο διαβήτης ή για όσους θέλουν να χάσουν βάρος, καθώς είναι περισσότερες από 200 φορές πιο γλυκές από τη ζάχαρη και περιέχουν λίγες έως μηδενικές θερμίδες.
Ερευνητές του Πανεπιστήμιου Johns Hopkins στις ΗΠΑ εξέτασαν τις επιδράσεις τεσσάρων υποκατάστατων ζάχαρης στο σάκχαρο του αίματος σε 120 ενήλικες στο Ισραήλ χωρίς υποκείμενα προβλήματα υγείας. Οι συμμετέχοντες δεν κατανάλωναν γλυκαντικές ουσίες χαμηλών θερμίδων έξι μήνες πριν από τη μελέτη. Στη συνέχεια χωρίστηκαν σε έξι ομάδες στις οποίες δόθηκαν άφθονα γλυκαντικά σε συσκευασίες του ενός γραμμαρίου. Τέσσερις ομάδες εθελοντών που συμμετείχαν στο πείραμα για δύο εβδομάδες κατανάλωναν από δύο συσκευασίες ασπαρτάμης, σουκραλόζης, σακχαρίνης ή στέβιας διαλυμένης σε νερό επί τρεις φορές την ημέρα.
Τα πακέτα γλυκαντικών περιείχαν όλα τουλάχιστον 96% γλυκόζη, ενώ η συνολική ημερήσια δόση κάθε γλυκαντικού ήταν χαμηλότερη από την αποδεκτή ημερήσια πρόσληψη όπως έχει οριστεί από τον Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA). Μια πέμπτη ομάδα εθελοντών κατανάλωσε ισοδύναμες ποσότητες σκόνης γλυκόζης για το ίδιο διάστημα, ενώ η έκτη ομάδα δεν χρησιμοποίησε γλυκαντικό.
Και οι 120 συμμετέχοντες φορούσαν μετρητές σακχάρου αίματος σε όλη τη διάρκεια της μελέτης, αλλά και για μια εβδομάδα πριν και μετά. Εννέα φορές οι συμμετέχοντες έκαναν και τεστ ανοχής γλυκόζης, τη γνωστή εξέταση καμπύλης ζαχάρου.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα άτομα που κατανάλωναν σακχαρίνη και σουκραλόζη είχαν σημαντικές αυξήσεις στο σάκχαρο του αίματος μετά τα τεστ ανοχής γλυκόζης. Αντίθετα το σάκχαρο παρέμεινε σταθερό ή και μειώθηκε ελαφρά σε όλες τις άλλες ομάδες, ακόμη και σε εκείνες που κατανάλωναν καθημερινά γλυκόζη. .
Για τις ανάγκες της έρευνας αναλύθηκαν, επίσης, καθημερινά δείγματα κοπράνων και σιέλου από τους συμμετέχοντες και διαπίστωσαν ότι και τα τέσσερα γλυκαντικά άλλαζαν σημαντικά την αφθονία, τη δραστηριότητα και τους τύπους βακτηρίων στο έντερο και το στόμα. Αντίστοιχες αλλαγές διαπίστωσαν και στους μεταβολίτες του αίματος ή στα μόρια- υποπροϊόντα της πέψης. Μάλιστα, όταν μετέφεραν δείγματα κοπράνων από άτομα που έτρωγαν σακχαρίνη και σουκραλόζη στο πεπτικό σύστημα ποντικών, διαπίστωσαν αύξηση του σακχάρου στο αίμα των πειραματόζωων μετά από ένα γεύμα.
Οι ερευνητές, ωστόσο, επισημαίνουν ότι δεν είναι τα ίδια τα γλυκαντικά που αυξάνουν τη γλυκόζη του αίματος, αλλά φαίνεται ότι βλάπτουν την ικανότητα του σώματος να ρυθμίζει σωστά τα επίπεδα γλυκόζης μετά το φαγητό. Οι επιπτώσεις αυτών των μικροβιακών και μεταβολικών αλλαγών στην ανθρώπινη υγεία δεν είναι ακόμη σαφείς, ενώ στο ερώτημα τι πρέπει να κάνουν με τα υποκατάστατα ζάχαρης όσοι τα χρησιμοποιούν, οι επιστήμονες, φυσικά, δεν κηρύσσουν «επιστροφή στη ζάχαρη», αλλά συστηματικό έλεγχο του σακχάρου και των μεταβολικών δεικτών τους.